ΔΑΜΑΖΩ I tame |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
δαμάζω |
δαμάζουμε, δαμάζομε |
δαμάζομαι |
δαμαζόμαστε |
δαμάζεις |
δαμάζετε |
δαμάζεσαι |
δαμάζεστε, δαμαζόσαστε |
δαμάζει |
δαμάζουν(ε) |
δαμάζεται |
δαμάζονται |
Imper fect |
δάμαζα |
δαμάζαμε |
δαμαζόμουν(α) |
δαμαζόμαστε, δαμαζόμασταν |
δάμαζες |
δαμάζατε |
δαμαζόσουν(α) |
δαμαζόσαστε, δαμαζόσασταν |
δάμαζε |
δάμαζαν, δαμάζαν(ε) |
δαμαζόταν(ε) |
δαμάζονταν, δαμαζόντανε, δαμαζόντουσαν |
Aorist |
δάμασα |
δαμάσαμε |
δαμάστηκα |
δαμαστήκαμε |
δάμασες |
δαμάσατε |
δαμάστηκες |
δαμαστήκατε |
δάμασε |
δάμασαν, δαμάσαν(ε) |
δαμάστηκε |
δαμάστηκαν, δαμαστήκαν(ε) |
Per fect |
έχω δαμάσει
έχω δαμασμένο |
έχουμε δαμάσει
έχουμε δαμασμένο |
έχω δαμαστεί
είμαι δαμασμένος, -η |
έχουμε δαμαστεί
είμαστε δαμασμένοι, -ες |
έχεις δαμάσει
έχεις δαμασμένο |
έχετε δαμάσει
έχετε δαμασμένο |
έχεις δαμαστεί
είσαι δαμασμένος, -η |
έχετε δαμαστεί
είστε δαμασμένοι, -ες |
έχει δαμάσει
έχει δαμασμένο |
έχουν δαμάσει
έχουν δαμασμένο |
έχει δαμαστεί
είναι δαμασμένος, -η, -ο |
έχουν δαμαστεί
είναι δαμασμένοι, -ες, -α |
Plu per fect |
είχα δαμάσει
είχα δαμασμένο |
είχαμε δαμάσει
είχαμε δαμσμένο |
είχα δαμαστεί
ήμουν δαμασμένος, -η |
είχαμε δαμαστεί
ήμαστε δαμασμένοι, -ες |
είχες δαμάσει
είχες δαμασμένο |
είχατε δαμάσει
είχατε δαμασμένο |
είχες δαμαστεί
ήσουν δαμασμένος, -η |
είχατε δαμαστεί
ήσαστε δαμασμένοι, -ες |
είχε δαμάσει
είχε δαμασμένο |
είχαν δαμάσει
είχαν δαμασμένο |
είχε δαμαστεί
ήταν δαμασμένος, -η, -ο |
είχαν δαμαστεί
ήταν δαμασμένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα δαμάζω |
θα δαμάζουμε, θα δαμάζομε |
θα δαμάζομαι |
θα δαμαζόμαστε |
θα δαμάζεις |
θα δαμάζετε |
θα δαμάζεσαι |
θα δαμάζεστε, θα δαμαζόσαστε |
θα δαμάζει |
θα δαμάζουν(ε) |
θα δαμάζεται |
θα δαμάζονται |
Simp Fut |
θα δαμάσω |
θα δαμάσουμε, θα δαμάζομε |
θα δαμαστώ |
θα δαμαστούμε |
θα δαμάσεις |
θα δαμάσετε |
θα δαμαστείς |
θα δαμαστείτε |
θα δαμάσει |
θα δαμάσουν(ε) |
θα δαμαστεί |
θα δαμαστούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω δαμάσει
θα έχω δαμασμένο |
θα έχουμε δαμάσει
θα έχουμε δαμασμένο |
θα έχω δαμαστεί
θα είμαι δαμασμένος, -η |
θα έχουμε δαμαστεί
θα είμαστε δαμασμένοι, -ες |
θα έχεις δαμάσει
θα έχεις δαμασμένο |
θα έχετε δαμάσει
θα έχετε δαμασμένο |
θα έχεις δαμαστεί
θα είσαι δαμασμένος, -η |
θα έχετε δαμαστεί
θα είστε δαμασμένοι, -ες |
θα έχει δαμάσει
θα έχει δαμασμένο |
θα έχουν δαμάσει
θα έχουν δαμασμένο |
θα έχει δαμαστεί
θα είναι δαμασμένος, -η, -ο |
θα έχουν δαμαστεί
θα είναι δαμασμένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να δαμάζω |
να δαμάζουμε, να δαμάζομε |
να δαμάζομαι |
να δαμαζόμαστε |
να δαμάζεις |
να δαμάζετε |
να δαμάζεσαι |
να δαμάζεστε, να δαμαζόσαστε |
να δαμάζει |
να δαμάζουν(ε) |
να δαμάζεται |
να δαμάζονται |
Aorist |
να δαμάσω |
να δαμάσουμε, να δαμάσομε |
να δαμαστώ |
να δαμαστούμε |
να δαμάσεις |
να δαμάσετε |
να δαμαστείς |
να δαμαστείτε |
να δαμάσει |
να δαμάσουν(ε) |
να δαμαστεί |
να δαμαστούν(ε) |
Perf |
να έχω δαμάσει
να έχω δαμασμένο |
να έχουμε δαμάσει
να έχουμε δαμασμένο |
να έχω δαμαστεί
να είμαι δαμασμένος, -η |
να έχουμε δαμαστεί
να είμαστε δαμασμένοι, -ες |
να έχεις δαμάσει
να έχεις δαμασμένο |
να έχετε δαμάσει
να έχετε δαμασμένο |
να έχεις δαμαστεί
να είσαι δαμασμένος, -η |
να έχετε δαμαστεί
να είστε δαμασμένοι, -ες |
να έχει δαμάσει
να έχει δαμασμένο |
να έχουν δαμάσει
να έχουν δαμασμένο |
να έχει δαμαστεί
να είναι δαμασμένος, -η, -ο |
να έχουν δαμαστεί
να είναι δαμασμένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
δάμαζε |
δαμάζετε |
|
δαμάζεστε |
Aorist |
δάμασε |
δαμάστε |
δαμάσου |
δαμαστείτε |
Part iciple |
Pres |
δαμάζοντας |
δαμαζόμενος |
Perf |
έχοντας δαμάσει, έχοντας δαμασμένο |
δαμασμένος, -η, -ο |
δαμασμένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
δαμάσει |
δαμαστεί |