ΔΑΚΤΥΛΟΓΡΑΦΩ I type |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
δακτυλογραφώ |
δακτυλογραφούμε |
δακτυλογραφούμαι |
δακτυλογραφούμαστε |
δακτυλογραφείς |
δακτυλογραφείτε |
δακτυλογραφείσαι |
δακτυλογραφείστε |
δακτυλογραφεί |
δακτυλογραφούν(ε) |
δακτυλογραφείται |
δακτυλογραφούνται |
Imper fect |
δακτυλογραφούσα |
δακτυλογραφούσαμε |
δακτυλογραφούμουν |
δακτυλογραφούμαστε |
δακτυλογραφούσες |
δακτυλογραφούσατε |
|
|
δακτυλογραφούσε |
δακτυλογραφούσαν(ε) |
δακτυλογραφούνταν, δακτυλογραφείτο |
δακτυλογραφούνταν, δακτυλογραφούντο |
Aorist |
δακτυλογράφησα |
δακτυλογραφήσαμε |
δακτυλογραφήθηκα |
δακτυλογραφηθήκαμε |
δακτυλογράφησες |
δακτυλογραφήσατε |
δακτυλογραφήθηκες |
δακτυλογραφηθήκατε |
δακτυλογράφησε |
δακτυλογράφησαν, δακτυλογραφήσαν(ε) |
δακτυλογραφήθηκε |
δακτυλογραφήθηκαν, δακτυλογραφηθήκαν(ε) |
Perf ect |
έχω δακτυλογραφήσει
έχω δακτυλογραφημένο |
έχουμε δακτυλογραφήσει
έχουμε δακτυλογραφημένο |
έχω δακτυλογραφηθεί
είμαι δακτυλογραφημένος, -η |
έχουμε δακτυλογραφηθεί
είμαστε δακτυλογραφημένοι, -ες |
έχεις δακτυλογραφήσει
έχεις δακτυλογραφημένο |
έχετε δακτυλογραφήσει
έχετε δακτυλογραφημένο |
έχεις δακτυλογραφηθεί
είσαι δακτυλογραφημένος, -η |
έχετε δακτυλογραφηθεί
είστε δακτυλογραφημένοι, -ες |
έχει δακτυλογραφήσει
έχει δακτυλογραφημένο |
έχουν δακτυλογραφήσει
έχουν δακτυλογραφημένο |
έχει δακτυλογραφηθεί
είναι δακτυλογραφημένος, -η, -ο |
έχουν δακτυλογραφηθεί
είναι δακτυλογραφημένοι, -ές, -α |
Plu perf ect |
είχα δακτυλογραφήσει
είχα δακτυλογραφημένο |
είχαμε δακτυλογραφήσει
είχαμε δακτυλογραφημένο |
είχα δακτυλογραφηθεί
ήμουν δακτυλογραφημένος, -η |
είχαμε δακτυλογραφηθεί
ήμαστε δακτυλογραφημένοι, -ες |
είχες δακτυλογραφήσει
είχες δακτυλογραφημένο |
είχατε δακτυλογραφήσει
είχατε δακτυλογραφημένο |
είχες δακτυλογραφηθεί
ήσουν δακτυλογραφημένος, -η |
είχατε δακτυλογραφηθεί
ήσαστε δακτυλογραφημένοι, -ες |
είχε δακτυλογραφήσει
είχε δακτυλογραφημένο |
είχαν δακτυλογραφήσει
είχαν δακτυλογραφημένο |
είχε δακτυλογραφηθεί
ήταν δακτυλογραφημένος, -η, -ο |
είχαν δακτυλογραφηθεί
ήταν δακτυλογραφημένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα δακτυλογραφώ |
θα δακτυλογραφούμε |
θα δακτυλογραφούμαι |
θα δακτυλογραφούμαστε |
θα δακτυλογραφείς |
θα δακτυλογραφείτε |
θα δακτυλογραφείσαι |
θα δακτυλογραφείστε |
θα δακτυλογραφεί |
θα δακτυλογραφούν(ε) |
θα δακτυλογραφείται |
θα δακτυλογραφούνται |
Simp Fut |
θα δακτυλογραφήσω |
θα δακτυλογραφήσουμε |
θα δακτυλογραφηθώ |
θα δακτυλογραφηθούμε |
θα δακτυλογραφήσεις |
θα δακτυλογραφήσετε |
θα δακτυλογραφηθείς |
θα δακτυλογραφηθείτε |
θα δακτυλογραφήσει |
θα δακτυλογραφήσουν(ε) |
θα δακτυλογραφηθεί |
θα δακτυλογραφηθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω δακτυλογραφήσει
θα έχω δακτυλογραφημένο |
θα έχουμε δακτυλογραφήσει
θα έχουμε δακτυλογραφημένο |
θα έχω δακτυλογραφηθεί
θα είμαι δακτυλογραφημένος, -η |
θα έχουμε δακτυλογραφηθεί
θα είμαστε δακτυλογραφημένοι, -ες |
θα έχεις δακτυλογραφήσει
θα έχεις δακτυλογραφημένο |
θα έχετε δακτυλογραφήσει
θα έχετε δακτυλογραφημένο |
θα έχεις δακτυλογραφηθεί
θα είσαι δακτυλογραφημένος, -η |
θα έχετε δακτυλογραφηθεί
θα είστε δακτυλογραφημένοι, -η |
θα έχει δακτυλογραφήσει
θα έχει δακτυλογραφημένο |
θα έχουν δακτυλογραφήσει
θα έχουν δακτυλογραφημένο |
θα έχει δακτυλογραφηθεί
θα είναι δακτυλογραφημένος, -η, -ο |
θα έχουν δακτυλογραφηθεί
θα είναι δακτυλογραφημένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να δακτυλογραφώ |
να δακτυλογραφούμε |
να δακτυλογραφούμαι |
να δακτυλογραφούμαστε |
να δακτυλογραφείς |
να δακτυλογραφείτε |
να δακτυλογραφείσαι |
να δακτυλογραφείστε |
να δακτυλογραφεί |
να δακτυλογραφούν(ε) |
να δακτυλογραφείται |
να δακτυλογραφούνται |
Aorist |
να δακτυλογραφήσω |
να δακτυλογραφήσουμε, να δακτυλογραφήσομε |
να δακτυλογραφηθώ |
να δακτυλογραφηθούμε |
να δακτυλογραφήσεις |
να δακτυλογραφήσετε |
να δακτυλογραφηθείς |
να δακτυλογραφηθείτε |
να δακτυλογραφήσει |
να δακτυλογραφήσουν(ε) |
να δακτυλογραφηθεί |
να δακτυλογραφηθούν(ε) |
Perf |
να έχω δακτυλογραφήσει
να έχω δακτυλογραφημένο |
να έχουμε δακτυλογραφήσει
να έχουμε δακτυλογραφημένο |
να έχω δακτυλογραφηθεί
να είμαι δακτυλογραφημένος, -η |
να έχουμε δακτυλογραφηθεί
να είμαστε δακτυλογραφημένοι, -ες |
να έχεις δακτυλογραφήσει
να έχεις δακτυλογραφημένο |
να έχετε δακτυλογραφήσει
να έχετε δακτυλογραφημένο |
να έχεις δακτυλογραφηθεί
να είσαι δακτυλογραφημένος, -η |
να έχετε δακτυλογραφηθεί
να είστε δακτυλογραφημένοι, -ες |
να έχει δακτυλογραφήσει
να έχει δακτυλογραφημένο |
να έχουν δακτυλογραφήσει
να έχουν δακτυλογραφημένο |
να έχει δακτυλογραφηθεί
να είναι δακτυλογραφημένος, -η, -ο |
να έχουν δακτυλογραφηθεί
να είναι δακτυλογραφημένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
|
δακτυλογραφείτε |
|
δακτυλογραφείστε |
Aorist |
δακτυλογράφησε |
δακτυλογραφήστε, δακτυλογραφήσετε |
δακτυλογραφήσου |
δακτυλογραφηθείτε |
Part iciple |
Pres |
δακτυλογραφώντας |
|
Perf |
έχοντας δακτυλογραφήσει, έχοντας δακτυλογραφημένο |
δακτυλογραφημένος, -η, -ο |
δακτυλογραφημένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
δακτυλογραφήσει |
δακτυλογραφηθεί |