| ΔΕΛΕΑΖΩ I tempt |
Active | Passive | |||
|---|---|---|---|---|---|
| Singular | Plural | Singular | Plural | ||
| I N D I C A T I V E |
Pres ent |
δελεάζω | δελεάζουμε, δελεάζομε | δελεάζομαι | δελεαζόμαστε |
| δελεάζεις | δελεάζετε | δελεάζεσαι | δελεάζεστε, δελεαζόσαστε | ||
| δελεάζει | δελεάζουν(ε) | δελεάζεται | δελεάζονται | ||
| Imper fect |
δελέαζα | δελεάζαμε | δελεαζόμουν(α) | δελεαζόμαστε, δελεαζόμασταν | |
| δελέαζες | δελεάζατε | δελεαζόσουν(α) | δελεαζόσαστε, δελεαζόσασταν | ||
| δελέαζε | δελέαζαν, δελεάζαν(ε) | δελεαζόταν(ε) | δελεάζονταν, δελεαζόντανε, δελεαζόντουσαν | ||
| Aorist | δελέασα | δελεάσαμε | δελεάστηκα | δελεαστήκαμε | |
| δελέασες | δελεάσατε | δελεάστηκες | δελεαστήκατε | ||
| δελέασε | δελέασαν, δελεάσαν(ε) | δελεάστηκε | δελεάστηκαν, δελεαστήκαν(ε) | ||
| Per fect |
έχω δελεάσει |
έχουμε δελεάσει |
έχω δελεαστεί |
έχουμε δελεαστεί |
|
| έχεις δελεάσει |
έχετε δελεάσει |
έχεις δελεαστεί |
έχετε δελεαστεί |
||
| έχει δελεάσει |
έχουν δελεάσει |
έχει δελεαστεί |
έχουν δελεαστεί |
||
| Plu per fect |
είχα δελεάσει είχα δελεασμένο |
είχαμε δελεάσει είχαμε δελεσμένο |
είχα δελεαστεί ήμουν δελεασμένος, -η |
είχαμε δελεαστεί ήμαστε δελεασμένοι, -ες |
|
| είχες δελεάσει είχες δελεασμένο |
είχατε δελεάσει είχατε δελεασμένο |
είχες δελεαστεί ήσουν δελεασμένος, -η |
είχατε δελεαστεί ήσαστε δελεασμένοι, -ες |
||
| είχε δελεάσει είχε δελεασμένο |
είχαν δελεάσει είχαν δελεασμένο |
είχε δελεαστεί ήταν δελεασμένος, -η, -ο |
είχαν δελεαστεί ήταν δελεασμένοι, -ες, -α |
||
| Fut ure Cont inuous |
θα δελεάζω | θα δελεάζουμε, |
θα δελεάζομαι | θα δελεαζόμαστε | |
| θα δελεάζεις | θα δελεάζετε | θα δελεάζεσαι | θα δελεάζεστε, |
||
| θα δελεάζει | θα δελεάζουν(ε) | θα δελεάζεται | θα δελεάζονται | ||
| Simp Fut |
θα δελεάσω | θα δελεάσουμε, |
θα δελεαστώ | θα δελεαστούμε | |
| θα δελεάσεις | θα δελεάσετε | θα δελεαστείς | θα δελεαστείτε | ||
| θα δελεάσει | θα δελεάσουν(ε) | θα δελεαστεί | θα δελεαστούν(ε) | ||
| Fut Perf |
θα έχω δελεάσει θα έχω δελεασμένο |
θα έχουμε δελεάσει θα έχουμε δελεασμένο |
θα έχω δελεαστεί θα είμαι δελεασμένος, -η |
θα έχουμε δελεαστεί |
|
| θα έχεις δελεάσει θα έχεις δελεασμένο |
θα έχετε δελεάσει θα έχετε δελεασμένο |
θα έχεις δελεαστεί θα είσαι δελεασμένος, -η |
θα έχετε δελεαστεί θα είστε δελεασμένοι, -ες |
||
| θα έχει δελεάσει θα έχει δελεασμένο |
θα έχουν δελεάσει θα έχουν δελεασμένο |
θα έχει δελεαστεί θα είναι δελεασμένος, -η, -ο |
θα έχουν δελεαστεί θα είναι δελεασμένοι, -ες, -α |
||
| S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να δελεάζω | να δελεάζουμε, |
να δελεάζομαι | να δελεαζόμαστε |
| να δελεάζεις | να δελεάζετε | να δελεάζεσαι | να δελεάζεστε, |
||
| να δελεάζει | να δελεάζουν(ε) | να δελεάζεται | να δελεάζονται | ||
| Aorist | να δελεάσω | να δελεάσουμε, |
να δελεαστώ | να δελεαστούμε | |
| να δελεάσεις | να δελεάσετε | να δελεαστείς | να δελεαστείτε | ||
| να δελεάσει | να δελεάσουν(ε) | να δελεαστεί | να δελεαστούν(ε) | ||
| Perf | να έχω δελεάσει να έχω δελεασμένο |
να έχουμε δελεάσει |
να έχω δελεαστεί |
να έχουμε δελεαστεί |
|
| να έχεις δελεάσει |
να έχετε δελεάσει να έχετε δελεασμένο |
να έχεις δελεαστεί να είσαι δελεασμένος, -η |
να έχετε δελεαστεί να είστε δελεασμένοι, -ες |
||
| να έχει δελεάσει να έχει δελεασμένο |
να έχουν δελεάσει να έχουν δελεασμένο |
να έχει δελεαστεί |
να έχουν δελεαστεί |
||
| Imper ative |
Pres | δελέαζε | δελεάζετε | δελεάζεστε | |
| Aorist | δελέασε | δελεάστε | δελεάσου | δελεαστείτε | |
| Part iciple |
Pres | δελεάζοντας | δελεαζόμενος | ||
| Perf | έχοντας δελεάσει, |
δελεασμένος, -η, -ο | δελεασμένοι, -ες, -α | ||
| Infin | Aorist | δελεάσει | δελεαστεί | ||