ΔΕΙΧΝΩ I show |
Active |
Passive |
| Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
δείχνω |
δείχνουμε, δείχνομε |
δείχνομαι |
δειχνόμαστε |
| δείχνεις |
δείχνετε |
δείχνεσαι |
δείχνεστε, δειχνόσαστε |
| δείχνει |
δείχνουν(ε) |
δείχνεται |
δείχνονται |
Imper fect |
έδειχνα |
δείχναμε |
δειχνόμουν(α) |
δειχνόμαστε, δειχνόμασταν |
| έδειχνες |
δείχνατε |
δειχνόσουν(α) |
δειχνόσαστε, δειχνόσασταν |
| έδειχνε |
έδειχναν, δείχναν(ε) |
δειχνόταν(ε) |
δείχνονταν, δειχνόντανε, δειχνόντουσαν |
| Aorist |
έδειξα |
δείξαμε |
δείχτηκα |
δειχτήκαμε |
| έδειξες |
δείξατε |
δείχτηκες |
δειχτήκατε |
| έδειξε |
έδειξαν, δείξαν(ε) |
δείχτηκε |
δείχτηκαν, δειχτήκαν(ε) |
Per fect |
έχω δείξει
έχω δειγμένο |
έχουμε δείξει
έχουμε δειγμένο |
έχω δειχτεί
είμαι δειγμένος, -η |
έχουμε δειχτεί
είμαστε δειγμένοι, -ες |
έχεις δείξει
έχεις δειγμένο |
έχετε δείξει
έχετε δειγμένο |
έχεις δειχτεί
είσαι δειγμένος, -η |
έχετε δειχτεί
είστε δειγμένοι, -ες |
έχει δείξει
έχει δειγμένο |
έχουν δείξει
έχουν δειγμένο |
έχει δειχτεί
είναι δειγμένος, -η, -ο |
έχουν δειχτεί
είναι δειγμένοι, -ες, -α |
Plu per fect |
είχα δείξει
είχα δειγμένο |
είχαμε δείξει
είχαμε δειγμένο |
είχα δειχτεί
ήμουν δειγμένος, -η |
είχαμε δειχτεί
ήμαστε δειγμένοι, -ες |
είχες δείξει
είχες δειγμένο |
είχατε δείξει
είχατε δειγμένο |
είχες δειχτεί
ήσουν δειγμένος, -η |
είχατε δειχτεί
ήσαστε δειγμένοι, -ες |
είχε δείξει
είχε δειγμένο |
είχαν δείξει
είχαν δειγμένο |
είχε δειχτεί
ήταν δειγμένος, -η, -ο |
είχαν δειχτεί
ήταν δειγμένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα δείχνω |
θα δείχνουμε, θα δείχνομε |
θα δείχνομαι |
θα δειχνόμαστε |
| θα δείχνεις |
θα δείχνετε |
θα δείχνεσαι |
θα δείχνεστε, θα δειχνόσαστε |
| θα δείχνει |
θα δείχνουν(ε) |
θα δείχνεται |
θα δείχνονται |
Simp Fut |
θα δείξω |
θα δείξουμε, θα δείξομε |
θα δειχτώ |
θα δειχτούμε |
| θα δείξεις |
θα δείξετε |
θα δειχτείς |
θα δειχτείτε |
| θα δείξει |
θα δείξουν(ε) |
θα δειχτεί |
θα δειχτούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω δείξει
θα έχω δειγμένο |
θα έχουμε δείξει
θα έχουμε δειγμένο |
θα έχω δειχτεί
θα είμαι δειγμένος, -η |
θα έχουμε δειχτεί
θα είμαστε δειγμένοι, -ες |
θα έχεις δείξει
θα έχεις δειγμένο |
θα έχετε δείξει
θα έχετε δειγμένο |
θα έχεις δειχτεί
θα είσαι δειγμένος, -η |
θα έχετε δειχτεί
θα είστε δειγμένοι, -ες |
θα έχει δείξει
θα έχει δειγμένο |
θα έχουν δείξει
θα έχουν δειγμένο |
θα έχει δειχτεί
θα είναι δειγμένος, -η, -ο |
θα έχουν δειχτεί
θα είναι δειγμένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να δείχνω |
να δείχνουμε, να δείχνομε |
να δείχνομαι |
να δειχνόμαστε |
| να δείχνεις |
να δείχνετε |
να δείχνεσαι |
να δείχνεστε, να δειχνόσαστε |
| να δείχνει |
να δείχνουν(ε) |
να δείχνεται |
να δείχνονται |
| Aorist |
να δείξω |
να δείξουμε, να δείξομε |
να δειχτώ |
να δειχτούμε |
| να δείξεις |
να δείξετε |
να δειχτείς |
να δειχτείτε |
| να δείξει |
να δείξουν(ε) |
να δειχτεί |
να δειχτούν(ε) |
| Perf |
να έχω δείξει
να έχω δειγμένο |
να έχουμε δείξει
να έχουμε δειγμένο |
να έχω δειχτεί
να είμαι δειγμένος, -η |
να έχουμε δειχτεί
να είμαστε δειγμένοι, -ες |
να έχεις δείξει
να έχεις δειγμένο |
να έχετε δείξει
να έχετε δειγμένο |
να έχεις δειχτεί
να είσαι δειγμένος, -η |
να έχετε δειχτεί
να είστε δειγμένοι, -ες |
να έχει δείξει
να έχει δειγμένο |
να έχουν δείξει
να έχουν δειγμένο |
να έχει δειχτεί
να είναι δειγμένος, -η, -ο |
να έχουν δειχτεί
να είναι δειγμένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
δείχνε |
δείχνετε |
|
δείχνεστε |
| Aorist |
δείξε |
δείξτε, δείχτε |
δείξου |
δειχτείτε |
Part iciple |
Pres |
δείχνοντας |
|
|
| Perf |
έχοντας δείξει, έχοντας δειγμένο |
δειγμένος, -η, -ο |
δειγμένοι, -ες, -α |
| Infin |
Aorist |
δείξει |
δειχτεί |