ΡΙΧΝΩ I throw |
Active |
Passive |
| Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
ρίχνω |
ρίχνουμε, ρίχνομε |
ρίχνομαι |
ριχνόμαστε |
| ρίχνεις |
ρίχνετε |
ρίχνεσαι |
ρίχνεστε, ριχνόσαστε |
| ρίχνει |
ρίχνουν(ε) |
ρίχνεται |
ρίχνονται |
Imper fect |
έριχνα |
ρίχναμε |
ριχνόμουν(α) |
ριχνόμαστε, ριχνόμασταν |
| έριχνες |
ρίχνατε |
ριχνόσουν(α) |
ριχνόσαστε, ριχνόσασταν |
| έριχνε |
έριχναν, ρίχναν(ε) |
ριχνόταν(ε) |
ρίχνονταν, ριχνόντανε, ριχνόντουσαν |
| Aorist |
έριξα |
ρίξαμε |
ρίχτηκα |
ριχτήκαμε |
| έριξες |
ρίξατε |
ρίχτηκες |
ριχτήκατε |
| έριξε |
έριξαν, ρίξαν(ε) |
ρίχτηκε |
ρίχτηκαν, ριχτήκαν(ε) |
Per fect |
έχω ρίξει
έχω ριγμένο |
έχουμε ρίξει
έχουμε ριγμένο |
έχω ριχτεί
είμαι ριγμένος, -η |
έχουμε ριχτεί
είμαστε ριγμένοι, -ες |
έχεις ρίξει
έχεις ριγμένο |
έχετε ρίξει
έχετε ριγμένο |
έχεις ριχτεί
είσαι ριγμένος, -η |
έχετε ριχτεί
είστε ριγμένοι, -ες |
έχει ρίξει
έχει ριγμένο |
έχουν ρίξει
έχουν ριγμένο |
έχει ριχτεί
είναι ριγμένος, -η, -ο |
έχουν ριχτεί
είναι ριγμένοι, -ες, -α |
Plu per fect |
είχα ρίξει
είχα ριγμένο |
είχαμε ρίξει
είχαμε ριγμένο |
είχα ριχτεί
ήμουν ριγμένος, -η |
είχαμε ριχτεί
ήμαστε ριγμένοι, -ες |
είχες ρίξει
είχες ριγμένο |
είχατε ρίξει
είχατε ριγμένο |
είχες ριχτεί
ήσουν ριγμένος, -η |
είχατε ριχτεί
ήσαστε ριγμένοι, -ες |
είχε ρίξει
είχε ριγμένο |
είχαν ρίξει
είχαν ριγμένο |
είχε ριχτεί
ήταν ριγμένος, -η, -ο |
είχαν ριχτεί
ήταν ριγμένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα ρίχνω |
θα ρίχνουμε, θα ρίχνομε |
θα ρίχνομαι |
θα ριχνόμαστε |
| θα ρίχνεις |
θα ρίχνετε |
θα ρίχνεσαι |
θα ρίχνεστε, θα ριχνόσαστε |
| θα ρίχνει |
θα ρίχνουν(ε) |
θα ρίχνεται |
θα ρίχνονται |
Simp Fut |
θα ρίξω |
θα ρίξουμε, θα ρίξομε |
θα ριχτώ |
θα ριχτούμε |
| θα ρίξεις |
θα ρίξετε |
θα ριχτείς |
θα ριχτείτε |
| θα ρίξει |
θα ρίξουν(ε) |
θα ριχτεί |
θα ριχτούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω ρίξει
θα έχω ριγμένο |
θα έχουμε ρίξει
θα έχουμε ριγμένο |
θα έχω ριχτεί
θα είμαι ριγμένος, -η |
θα έχουμε ριχτεί
θα είμαστε ριγμένοι, -ες |
θα έχεις ρίξει
θα έχεις ριγμένο |
θα έχετε ρίξει
θα έχετε ριγμένο |
θα έχεις ριχτεί
θα είσαι ριγμένος, -η |
θα έχετε ριχτεί
θα είστε ριγμένοι, -ες |
θα έχει ρίξει
θα έχει ριγμένο |
θα έχουν ρίξει
θα έχουν ριγμένο |
θα έχει ριχτεί
θα είναι ριγμένος, -η, -ο |
θα έχουν ριχτεί
θα είναι ριγμένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να ρίχνω |
να ρίχνουμε, να ρίχνομε |
να ρίχνομαι |
να ριχνόμαστε |
| να ρίχνεις |
να ρίχνετε |
να ρίχνεσαι |
να ρίχνεστε, να ριχνόσαστε |
| να ρίχνει |
να ρίχνουν(ε) |
να ρίχνεται |
να ρίχνονται |
| Aorist |
να ρίξω |
να ρίξουμε, να ρίξομε |
να ριχτώ |
να ριχτούμε |
| να ρίξεις |
να ρίξετε |
να ριχτείς |
να ριχτείτε |
| να ρίξει |
να ρίξουν(ε) |
να ριχτεί |
να ριχτούν(ε) |
| Perf |
να έχω ρίξει
να έχω ριγμένο |
να έχουμε ρίξει
να έχουμε ριγμένο |
να έχω ριχτεί
να είμαι ριγμένος, -η |
να έχουμε ριχτεί
να είμαστε ριγμένοι, -ες |
να έχεις ρίξει
να έχεις ριγμένο |
να έχετε ρίξει
να έχετε ριγμένο |
να έχεις ριχτεί
να είσαι ριγμένος, -η |
να έχετε ριχτεί
να είστε ριγμένοι, -ες |
να έχει ρίξει
να έχει ριγμένο |
να έχουν ρίξει
να έχουν ριγμένο |
να έχει ριχτεί
να είναι ριγμένος, -η, -ο |
να έχουν ριχτεί
να είναι ριγμένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
ρίχνε |
ρίχνετε |
|
ρίχνεστε |
| Aorist |
ρίξε |
ρίξτε, ρίχτε |
ρίξου |
ριχτείτε |
Part iciple |
Pres |
ρίχνοντας |
|
|
| Perf |
έχοντας ρίξει, έχοντας ριγμένο |
ριγμένος, -η, -ο |
ριγμένοι, -ες, -α |
| Infin |
Aorist |
ρίξει |
ριχτεί |