ΦΤΙΑΧΝΩ I straighten out |
Active |
Passive |
| Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
φτιάχνω |
φτιάχνουμε, φτιάχνομε |
φτιάχνομαι |
φτιαχνόμαστε |
| φτιάχνεις |
φτιάχνετε |
φτιάχνεσαι |
φτιάχνεστε, φτιαχνόσαστε |
| φτιάχνει |
φτιάχνουν(ε) |
φτιάχνεται |
φτιάχνονται |
Imper fect |
έφτιαχνα |
φτιάχναμε |
φτιαχνόμουν(α) |
φτιαχνόμαστε, φτιαχνόμασταν |
| έφτιαχνες |
φτιάχνατε |
φτιαχνόσουν(α) |
φτιαχνόσαστε, φτιαχνόσασταν |
| έφτιαχνε |
έφτιαχναν, φτιάχναν(ε) |
φτιαχνόταν(ε) |
φτιάχνονταν, φτιαχνόντανε, φτιαχνόντουσαν |
| Aorist |
έφτιαξα |
φτιάξαμε |
φτιάχτηκα |
φτιαχτήκαμε |
| έφτιαξες |
φτιάξατε |
φτιάχτηκες |
φτιαχτήκατε |
| έφτιαξε |
έφτιαξαν, φτιάξαν(ε) |
φτιάχτηκε |
φτιάχτηκαν, φτιαχτήκαν(ε) |
Per fect |
έχω φτιάξει
έχω φτιαγμένο |
έχουμε φτιάξει
έχουμε φτιαγμένο |
έχω φτιαχτεί
είμαι φτιαγμένος, -η |
έχουμε φτιαχτεί
είμαστε φτιαγμένοι, -ες |
έχεις φτιάξει
έχεις φτιαγμένο |
έχετε φτιάξει
έχετε φτιαγμένο |
έχεις φτιαχτεί
είσαι φτιαγμένος, -η |
έχετε φτιαχτεί
είστε φτιαγμένοι, -ες |
έχει φτιάξει
έχει φτιαγμένο |
έχουν φτιάξει
έχουν φτιαγμένο |
έχει φτιαχτεί
είναι φτιαγμένος, -η, -ο |
έχουν φτιαχτεί
είναι φτιαγμένοι, -ες, -α |
Plu per fect |
είχα φτιάξει
είχα φτιαγμένο |
είχαμε φτιάξει
είχαμε φτιαγμένο |
είχα φτιαχτεί
ήμουν φτιαγμένος, -η |
είχαμε φτιαχτεί
ήμαστε φτιαγμένοι, -ες |
είχες φτιάξει
είχες φτιαγμένο |
είχατε φτιάξει
είχατε φτιαγμένο |
είχες φτιαχτεί
ήσουν φτιαγμένος, -η |
είχατε φτιαχτεί
ήσαστε φτιαγμένοι, -ες |
είχε φτιάξει
είχε φτιαγμένο |
είχαν φτιάξει
είχαν φτιαγμένο |
είχε φτιαχτεί
ήταν φτιαγμένος, -η, -ο |
είχαν φτιαχτεί
ήταν φτιαγμένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα φτιάχνω |
θα φτιάχνουμε, θα φτιάχνομε |
θα φτιάχνομαι |
θα φτιαχνόμαστε |
| θα φτιάχνεις |
θα φτιάχνετε |
θα φτιάχνεσαι |
θα φτιάχνεστε, θα φτιαχνόσαστε |
| θα φτιάχνει |
θα φτιάχνουν(ε) |
θα φτιάχνεται |
θα φτιάχνονται |
Simp Fut |
θα φτιάξω |
θα φτιάξουμε, θα φτιάξομε |
θα φτιαχτώ |
θα φτιαχτούμε |
| θα φτιάξεις |
θα φτιάξετε |
θα φτιαχτείς |
θα φτιαχτείτε |
| θα φτιάξει |
θα φτιάξουν(ε) |
θα φτιαχτεί |
θα φτιαχτούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω φτιάξει
θα έχω φτιαγμένο |
θα έχουμε φτιάξει
θα έχουμε φτιαγμένο |
θα έχω φτιαχτεί
θα είμαι φτιαγμένος, -η |
θα έχουμε φτιαχτεί
θα είμαστε φτιαγμένοι, -ες |
θα έχεις φτιάξει
θα έχεις φτιαγμένο |
θα έχετε φτιάξει
θα έχετε φτιαγμένο |
θα έχεις φτιαχτεί
θα είσαι φτιαγμένος, -η |
θα έχετε φτιαχτεί
θα είστε φτιαγμένοι, -ες |
θα έχει φτιάξει
θα έχει φτιαγμένο |
θα έχουν φτιάξει
θα έχουν φτιαγμένο |
θα έχει φτιαχτεί
θα είναι φτιαγμένος, -η, -ο |
θα έχουν φτιαχτεί
θα είναι φτιαγμένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να φτιάχνω |
να φτιάχνουμε, να φτιάχνομε |
να φτιάχνομαι |
να φτιαχνόμαστε |
| να φτιάχνεις |
να φτιάχνετε |
να φτιάχνεσαι |
να φτιάχνεστε, να φτιαχνόσαστε |
| να φτιάχνει |
να φτιάχνουν(ε) |
να φτιάχνεται |
να φτιάχνονται |
| Aorist |
να φτιάξω |
να φτιάξουμε, να φτιάξομε |
να φτιαχτώ |
να φτιαχτούμε |
| να φτιάξεις |
να φτιάξετε |
να φτιαχτείς |
να φτιαχτείτε |
| να φτιάξει |
να φτιάξουν(ε) |
να φτιαχτεί |
να φτιαχτούν(ε) |
| Perf |
να έχω φτιάξει
να έχω φτιαγμένο |
να έχουμε φτιάξει
να έχουμε φτιαγμένο |
να έχω φτιαχτεί
να είμαι φτιαγμένος, -η |
να έχουμε φτιαχτεί
να είμαστε φτιαγμένοι, -ες |
να έχεις φτιάξει
να έχεις φτιαγμένο |
να έχετε φτιάξει
να έχετε φτιαγμένο |
να έχεις φτιαχτεί
να είσαι φτιαγμένος, -η |
να έχετε φτιαχτεί
να είστε φτιαγμένοι, -ες |
να έχει φτιάξει
να έχει φτιαγμένο |
να έχουν φτιάξει
να έχουν φτιαγμένο |
να έχει φτιαχτεί
να είναι φτιαγμένος, -η, -ο |
να έχουν φτιαχτεί
να είναι φτιαγμένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
φτιάχνε |
φτιάχνετε |
|
φτιάχνεστε |
| Aorist |
φτιάξε |
φτιάξτε, φτιάχτε |
φτιάξου |
φτιαχτείτε |
Part iciple |
Pres |
φτιάχνοντας |
|
|
| Perf |
έχοντας φτιάξει, έχοντας φτιαγμένο |
φτιαγμένος, -η, -ο |
φτιαγμένοι, -ες, -α |
| Infin |
Aorist |
φτιάξει |
φτιαχτεί |