ΑΓΑΠΩ I love |
Active |
Passive |
| Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
αγαπάω, αγαπώ |
αγαπάμε, αγαπούμε |
αγαπιέμαι |
αγαπιόμαστε |
| αγαπάς |
αγαπάτε |
αγαπιέσαι |
αγαπιέστε, αγαπιόσαστε |
| αγαπάει, αγαπά |
αγαπάν(ε), αγαπούν(ε) |
αγαπιέται |
αγαπιούνται, αγαπιόνται |
Imper fect |
αγαπούσα, αγάπαγα |
αγαπούσαμε, αγαπάγαμε |
αγαπιόμουν(α) |
αγαπιόμαστε, αγαπιόμασταν |
| αγαπούσες, αγάπαγες |
αγαπούσατε, αγαπάγατε |
αγαπιόσουν(α) |
αγαπιόσαστε, αγαπιόσασταν |
| αγαπούσε, αγάπαγε |
αγαπούσαν(ε), αγάπαγαν, αγαπάγανε |
αγαπιόταν(ε) |
αγαπιόνταν(ε), αγαπιούνταν, αγαπιόντουσαν |
| Aorist |
αγάπησα |
αγαπήσαμε |
αγαπήθηκα |
αγαπηθήκαμε |
| αγάπησες |
αγαπήσατε |
αγαπήθηκες |
αγαπηθήκατε |
| αγάπησε |
αγάπησαν, αγαπήσαν(ε) |
αγαπήθηκε |
αγαπήθηκαν, αγαπηθήκαν(ε) |
Perf ect |
έχω αγαπήσει
έχω αγαπημένο |
έχουμε αγαπήσει
έχουμε αγαπημένο |
έχω αγαπηθεί
είμαι αγαπημένος, -η |
έχουμε αγαπηθεί
είμαστε αγαπημένοι, -ες |
έχεις αγαπήσει
έχεις αγαπημένο |
έχετε αγαπήσει
έχετε αγαπημένο |
έχεις αγαπηθεί
είσαι αγαπημένος, -η |
έχετε αγαπηθεί
είστε αγαπημένοι, -ες |
έχει αγαπήσει
έχει αγαπημένο |
έχουν αγαπήσει
έχουν αγαπημένο |
έχει αγαπηθεί
είναι αγαπημένος, -η, -ο |
έχουν αγαπηθεί
είναι αγαπημένοι, -ες, -α |
Plu perf ect |
είχα αγαπήσει
είχα αγαπημένο |
είχαμε αγαπήσει
είχαμε αγαπημένο |
είχα αγαπηθεί
ήμουν αγαπημένος, -η |
είχαμε αγαπηθεί
ήμαστε αγαπημένοι, -ες |
είχες αγαπήσει
είχες αγαπημένο |
είχατε αγαπήσει
είχατε αγαπημένο |
είχες αγαπηθεί
ήσουν αγαπημένος, -η |
είχατε αγαπηθεί
ήσαστε αγαπημένοι, -ες |
είχε αγαπήσει
είχε αγαπημένο |
είχαν αγαπήσει
είχαν αγαπημένο |
είχε αγαπηθεί
ήταν αγαπημένος, -η, -ο |
είχαν αγαπηθεί
ήταν αγαπημένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα αγαπάω, θα αγαπώ |
θα αγαπάμε, θα αγαπούμε |
θα αγαπιέμαι |
θα αγαπιόμαστε |
| θα αγαπάς |
θα αγαπάτε |
θα αγαπιέσαι |
θα αγαπιέστε, θα αγαπιόσαστε |
| θα αγαπάει, θα αγαπά |
θα αγαπάν(ε), θα αγαπούν(ε) |
θα αγαπιέται |
θα αγαπιούνται, θα αγαπιόνται |
Simp Fut |
θα αγαπήσω |
θα αγαπήσουμε, θα αγαπήσομε |
θα αγαπηθώ |
θα αγαπηθούμε |
| θα αγαπήσεις |
θα αγαπήσετε |
θα αγαπηθείς |
θα αγαπηθείτε |
| θα αγαπήσει |
θα αγαπήσουν(ε) |
θα αγαπηθεί |
θα αγαπηθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω αγαπήσει
θα έχω αγαπημένο |
θα έχουμε αγαπήσει
θα έχουμε αγαπημένο |
θα έχω αγαπηθεί
θα είμαι αγαπημένος, -η |
θα έχουμε αγαπηθεί
θα είμαστε αγαπημένοι, -ες |
θα έχεις αγαπήσει
θα έχεις αγαπημένο |
θα έχετε αγαπήσει
θα έχετε αγαπημένο |
θα έχεις αγαπηθεί
θα είσαι αγαπημένος, -η |
θα έχετε αγαπηθεί
θα είστε αγαπημένοι, -ες |
θα έχει αγαπήσει
θα έχει αγαπημένο |
θα έχουν αγαπήσει
θα έχουν αγαπημένο |
θα έχει αγαπηθεί
θα είναι αγαπημένος, -η, -ο |
θα έχουν αγαπηθεί
θα είναι αγαπημένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να αγαπάω, να αγαπώ |
να αγαπάμε, να αγαπούμε |
να αγαπιέμαι |
να αγαπιόμαστε |
| να αγαπάς |
να αγαπάτε |
να αγαπιέσαι |
να αγαπιέστε, να αγαπιόσαστε |
| να αγαπάει, να αγαπά |
να αγαπάν(ε), να αγαπούν(ε) |
να αγαπιέται |
να αγαπιούνται, να αγαπιόνται |
| Aorist |
να αγαπήσω |
να αγαπήσουμε, να αγαπήσομε |
να αγαπηθώ |
να αγαπηθούμε |
| να αγαπήσεις |
να αγαπήσετε |
να αγαπηθείς |
να αγαπηθείτε |
| να αγαπήσει |
να αγαπήσουν(ε) |
να αγαπηθεί |
να αγαπηθούν(ε) |
| Perf |
να έχω αγαπήσει
να έχω αγαπημένο |
να έχουμε αγαπήσει
να έχουμε αγαπημένο |
να έχω αγαπηθεί
να είμαι αγαπημένος, -η |
να έχουμε αγαπηθεί
να είμαστε αγαπημένοι, -ες |
να έχεις αγαπήσει
να έχεις αγαπημένο |
να έχετε αγαπήσει
να έχετε αγαπημένο |
να έχεις αγαπηθεί
να είσαι αγαπημένος, -η |
να έχετε αγαπηθεί
να είστε αγαπημένοι, -η |
να έχει αγαπήσει
να έχει αγαπημένο |
να έχουν αγαπήσει
να έχουν αγαπημένο |
να έχει αγαπηθεί
να είναι αγαπημένος, -η, -ο |
να έχουν αγαπηθεί
να είναι αγαπημένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
αγάπα, αγάπαγε |
αγαπάτε |
|
αγαπιέστε |
| Aorist |
αγάπησε, αγάπα |
αγαπήστε |
αγαπήσου |
αγαπηθείτε |
Part iciple |
Pres |
αγαπώντας |
|
| Perf |
έχοντας αγαπήσει, έχοντας αγαπημένο |
αγαπημένος, -η, -ο |
αγαπημένοι, -ες, -α |
| Infin |
Aorist |
αγαπήσει |
αγαπηθεί |