ΑΓΓΙΖΩ I touch |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
αγγίζω | αγγίζουμε, αγγίζομε | αγγίζομαι | αγγιζόμαστε |
αγγίζεις | αγγίζετε | αγγίζεσαι | αγγίζεστε, αγγιζόσαστε | ||
αγγίζει | αγγίζουν(ε) | αγγίζεται | αγγίζονται | ||
Imper fect |
άγγιζα | αγγίζαμε | αγγιζόμουν(α) | αγγιζόμαστε, αγγιζόμασταν | |
άγγιζες | αγγίζατε | αγγιζόσουν(α) | αγγιζόσαστε, αγγιζόσασταν | ||
άγγιζε | άγγιζαν, αγγίζαν(ε) | αγγιζόταν(ε) | αγγίζονταν, αγγιζόντανε, αγγιζόντουσαν | ||
Aorist | άγγιξα | αγγίξαμε | αγγίχτηκα | αγγιχτήκαμε | |
άγγιξες | αγγίξατε | αγγίχτηκες | αγγιχτήκατε | ||
άγγιξε | άγγιξαν, αγγίξαν(ε) | αγγίχτηκε | αγγίχτηκαν, αγγιχτήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω αγγίξει |
έχουμε αγγίξει |
έχω αγγιχτεί |
έχουμε αγγιχτεί |
|
έχεις αγγίξει έχεις αγγιγμένο |
έχετε αγγίξει έχετε αγγιγμένο |
έχεις αγγιχτεί είσαι αγγιγμένος, -η |
έχετε αγγιχτεί είστε αγγιγμένοι, -ες |
||
έχει αγγίξει |
έχουν αγγίξει |
έχει αγγιχτεί |
έχουν αγγιχτεί |
||
Plu per fect |
είχα αγγίξει |
είχαμε αγγίξει |
είχα αγγιχτεί |
είχαμε αγγιχτεί |
|
είχες αγγίξει είχες αγγιγμένο |
είχατε αγγίξει είχατε αγγιγμένο |
είχες αγγιχτεί ήσουν αγγιγμένος, -η |
είχατε αγγιχτεί ήσαστε αγγιγμένοι, -ες |
||
είχε αγγίξει είχε αγγιγμένο |
είχαν αγγίξει είχαν αγγιγμένο |
είχε αγγιχτεί ήταν αγγιγμένος, -η, -ο |
είχαν αγγιχτεί ήταν αγγιγμένοι, -ες, -α |
||
Fut ure Cont inuous |
θα αγγίζω | θα αγγίζουμε, θα αγγίζομε | θα αγγίζομαι | θα αγγιζόμαστε | |
θα αγγίζεις | θα αγγίζετε | θα αγγίζεσαι | θα αγγίζεστε, |
||
θα αγγίζει | θα αγγίζουν(ε) | θα αγγίζεται | θα αγγίζονται | ||
Simp Fut |
θα αγγίξω | θα αγγίξουμε, |
θα αγγιχτώ | θα αγγιχτούμε | |
θα αγγίξεις | θα αγγίξετε | θα αγγιχτείς | θα αγγιχτείτε | ||
θα αγγίξει | θα αγγίξουν(ε) | θα αγγιχτεί | θα αγγιχτούν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω αγγίξει |
θα έχουμε αγγίξει |
θα έχω αγγιχτεί |
θα έχουμε αγγιχτεί |
|
θα έχεις αγγίξει θα έχεις αγγιγμένο |
θα έχετε αγγίξει θα έχετε αγγιγμένο |
θα έχεις αγγιχτεί θα είσαι αγγιγμένος, -η |
θα έχετε αγγιχτεί θα είστε αγγιγμένοι, -ες |
||
θα έχει αγγίξει θα έχει αγγιγμένο |
θα έχουν αγγίξει θα έχουν αγγιγμένο |
θα έχει αγγιχτεί θα είναι αγγιγμένος, -η, -ο |
θα έχουν αγγιχτεί θα είναι αγγιγμένοι, -ες, -α |
||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να αγγίζω | να αγγίζουμε, |
να αγγίζομαι | να αγγιζόμαστε |
να αγγίζεις | να αγγίζετε | να αγγίζεσαι | να αγγίζεστε, |
||
να αγγίζει | να αγγίζουν(ε) | να αγγίζεται | να αγγίζονται | ||
Aorist | να αγγίξω | να αγγίξουμε, |
να αγγιχτώ | να αγγιχτούμε | |
να αγγίξεις | να αγγίξετε | να αγγιχτείς | να αγγιχτείτε | ||
να αγγίξει | να αγγίξουν(ε) | να αγγιχτεί | να αγγιχτούν(ε) | ||
Perf | να έχω αγγίξει |
να έχουμε αγγίξει |
να έχω αγγιχτεί |
να έχουμε αγγιχτεί |
|
να έχεις αγγίξει |
να έχετε αγγίξει |
να έχεις αγγιχτεί |
να έχετε αγγιχτεί |
||
να έχει αγγίξει |
να έχουν αγγίξει |
να έχει αγγιχτεί |
να έχουν αγγιχτεί |
||
Imper ative |
Pres | άγγιζε | αγγίζετε | αγγίζεστε | |
Aorist | άγγιξε | αγγίξτε, αγγίχτε | αγγίξου | αγγιχτείτε | |
Part iciple |
Pres | αγγίζοντας | |||
Perf | έχοντας αγγίξει, έχοντας αγγιγμένο | αγγιγμένος, -η, -ο | αγγιγμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αγγίξει | αγγιχτεί |