[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΑΓΓΙΖΩ
I touch
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
αγγίζω αγγίζουμε, αγγίζομε αγγίζομαι αγγιζόμαστε
αγγίζεις αγγίζετε αγγίζεσαι αγγίζεστε, αγγιζόσαστε
αγγίζει αγγίζουν(ε) αγγίζεται αγγίζονται
Imper
fect
άγγιζα αγγίζαμε αγγιζόμουν(α) αγγιζόμαστε, αγγιζόμασταν
άγγιζες αγγίζατε αγγιζόσουν(α) αγγιζόσαστε, αγγιζόσασταν
άγγιζε άγγιζαν, αγγίζαν(ε) αγγιζόταν(ε) αγγίζονταν, αγγιζόντανε, αγγιζόντουσαν
Aorist άγγιξα αγγίξαμε αγγίχτηκα αγγιχτήκαμε
άγγιξες αγγίξατε αγγίχτηκες αγγιχτήκατε
άγγιξε άγγιξαν, αγγίξαν(ε) αγγίχτηκε αγγίχτηκαν, αγγιχτήκαν(ε)
Per
fect
έχω αγγίξει
έχω αγγιγμένο
έχουμε αγγίξει
έχουμε αγγιγμένο
έχω αγγιχτεί
είμαι αγγιγμένος, -η
έχουμε αγγιχτεί
είμαστε αγγιγμένοι, -ες
έχεις αγγίξει
έχεις αγγιγμένο
έχετε αγγίξει
έχετε αγγιγμένο
έχεις αγγιχτεί
είσαι αγγιγμένος, -η
έχετε αγγιχτεί
είστε αγγιγμένοι, -ες
έχει αγγίξει
έχει αγγιγμένο
έχουν αγγίξει
έχουν αγγιγμένο
έχει αγγιχτεί
είναι αγγιγμένος, -η, -ο
έχουν αγγιχτεί
είναι αγγιγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα αγγίξει
είχα αγγιγμένο
είχαμε αγγίξει
είχαμε αγγιγμένο
είχα αγγιχτεί
ήμουν αγγιγμένος, -η
είχαμε αγγιχτεί
ήμαστε αγγιγμένοι, -ες
είχες αγγίξει
είχες αγγιγμένο
είχατε αγγίξει
είχατε αγγιγμένο
είχες αγγιχτεί
ήσουν αγγιγμένος, -η
είχατε αγγιχτεί
ήσαστε αγγιγμένοι, -ες
είχε αγγίξει
είχε αγγιγμένο
είχαν αγγίξει
είχαν αγγιγμένο
είχε αγγιχτεί
ήταν αγγιγμένος, -η, -ο
είχαν αγγιχτεί
ήταν αγγιγμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα αγγίζω θα αγγίζουμε, θα αγγίζομε θα αγγίζομαι θα αγγιζόμαστε
θα αγγίζεις θα αγγίζετε θα αγγίζεσαι θα αγγίζεστε, θα αγγιζόσαστε
θα αγγίζει θα αγγίζουν(ε) θα αγγίζεται θα αγγίζονται
Simp
Fut
θα αγγίξω θα αγγίξουμε, θα αγγίξομε θα αγγιχτώ θα αγγιχτούμε
θα αγγίξεις θα αγγίξετε θα αγγιχτείς θα αγγιχτείτε
θα αγγίξει θα αγγίξουν(ε) θα αγγιχτεί θα αγγιχτούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω αγγίξει
θα έχω αγγιγμένο
θα έχουμε αγγίξει
θα έχουμε αγγιγμένο
θα έχω αγγιχτεί
θα είμαι αγγιγμένος, -η
θα έχουμε αγγιχτεί
θα είμαστε αγγιγμένοι, -ες
θα έχεις αγγίξει
θα έχεις αγγιγμένο
θα έχετε αγγίξει
θα έχετε αγγιγμένο
θα έχεις αγγιχτεί
θα είσαι αγγιγμένος, -η
θα έχετε αγγιχτεί
θα είστε αγγιγμένοι, -ες
θα έχει αγγίξει
θα έχει αγγιγμένο
θα έχουν αγγίξει
θα έχουν αγγιγμένο
θα έχει αγγιχτεί
θα είναι αγγιγμένος, -η, -ο
θα έχουν αγγιχτεί
θα είναι αγγιγμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να αγγίζω να αγγίζουμε, να αγγίζομε να αγγίζομαι να αγγιζόμαστε
να αγγίζεις να αγγίζετε να αγγίζεσαι να αγγίζεστε, να αγγιζόσαστε
να αγγίζει να αγγίζουν(ε) να αγγίζεται να αγγίζονται
Aorist να αγγίξω να αγγίξουμε, να αγγίξομε να αγγιχτώ να αγγιχτούμε
να αγγίξεις να αγγίξετε να αγγιχτείς να αγγιχτείτε
να αγγίξει να αγγίξουν(ε) να αγγιχτεί να αγγιχτούν(ε)
Perf να έχω αγγίξει
να έχω αγγιγμένο
να έχουμε αγγίξει
να έχουμε αγγιγμένο
να έχω αγγιχτεί
να είμαι αγγιγμένος, -η
να έχουμε αγγιχτεί
να είμαστε αγγιγμένοι, -ες
να έχεις αγγίξει
να έχεις αγγιγμένο
να έχετε αγγίξει
να έχετε αγγιγμένο
να έχεις αγγιχτεί
να είσαι αγγιγμένος, -η
να έχετε αγγιχτεί
να είστε αγγιγμένοι, -ες
να έχει αγγίξει
να έχει αγγιγμένο
να έχουν αγγίξει
να έχουν αγγιγμένο
να έχει αγγιχτεί
να είναι αγγιγμένος, -η, -ο
να έχουν αγγιχτεί
να είναι αγγιγμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres άγγιζε αγγίζετε αγγίζεστε
Aorist άγγιξε αγγίξτε, αγγίχτε αγγίξου αγγιχτείτε
Part
iciple
Pres αγγίζοντας
Perf έχοντας αγγίξει, έχοντας αγγιγμένο αγγιγμένος, -η, -ο αγγιγμένοι, -ες, -α
Infin Aorist αγγίξει αγγιχτεί