ΑΛΛΑΖΩ I change |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
αλλάζω, αλλάσσω | αλλάζουμε, αλλάζομε | αλλάζομαι | αλλαζόμαστε |
αλλάζεις | αλλάζετε | αλλάζεσαι | αλλάζεστε, αλλαζόσαστε | ||
αλλάζει | αλλάζουν(ε) | αλλάζεται | αλλάζονται | ||
Imper fect |
άλλαζα | αλλάζαμε | αλλαζόμουν(α) | αλλαζόμαστε, αλλαζόμασταν | |
άλλαζες | αλλάζατε | αλλαζόσουν(α) | αλλαζόσαστε, αλλαζόσασταν | ||
άλλαζε | άλλαζαν, αλλάζαν(ε) | αλλαζόταν(ε) | αλλάζονταν, αλλαζόντανε, αλλαζόντουσαν | ||
Aorist | άλλαξα | αλλάξαμε | αλλάχτηκα | αλλαχτήκαμε | |
άλλαξες | αλλάξατε | αλλάχτηκες | αλλαχτήκατε | ||
άλλαξε | άλλαξαν, αλλάξαν(ε) | αλλάχτηκε | αλλάχτηκαν, αλλαχτήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω αλλάξει έχω αλλαγμένο |
έχουμε αλλάξει έχουμε αλλαγμένο |
έχω αλλαχτεί είμαι αλλαγμένος, -η |
έχουμε αλλαχτεί είμαστε αλλαγμένοι, -ες |
|
έχεις αλλάξει έχεις αλλαγμένο |
έχετε αλλάξει έχετε αλλαγμένο |
έχεις αλλαχτεί είσαι αλλαγμένος, -η |
έχετε αλλαχτεί είστε αλλαγμένοι, -ες |
||
έχει αλλάξει έχει αλλαγμένο |
έχουν αλλάξει έχουν αλλαγμένο |
έχει αλλαχτεί είναι αλλαγμένος, -η, -ο |
έχουν αλλαχτεί είναι αλλαγμένοι, -ες, -α |
||
Plu per fect |
είχα αλλάξει είχα αλλαγμένο |
είχαμε αλλάξει είχαμε αλλαγμένο |
είχα αλλαχτεί ήμουν αλλαγμένος, -η |
είχαμε αλλαχτεί ήμαστε αλλαγμένοι, -ες |
|
είχες αλλάξει είχες αλλαγμένο |
είχατε αλλάξει είχατε αλλαγμένο |
είχες αλλαχτεί ήσουν αλλαγμένος, -η |
είχατε αλλαχτεί ήσαστε αλλαγμένοι, -ες |
||
είχε αλλάξει είχε αλλαγμένο |
είχαν αλλάξει είχαν αλλαγμένο |
είχε αλλαχτεί ήταν αλλαγμένος, -η, -ο |
είχαν αλλαχτεί ήταν αλλαγμένοι, -ες, -α |
||
Fut ure Cont inuous |
θα αλλάζω | θα αλλάζουμε, θα αλλάζομε | θα αλλάζομαι | θα αλλαζόμαστε | |
θα αλλάζεις | θα αλλάζετε | θα αλλάζεσαι | θα αλλάζεστε, θα αλλαζόσαστε | ||
θα αλλάζει | θα αλλάζουν(ε) | θα αλλάζεται | θα αλλάζονται | ||
Simp Fut |
θα αλλάξω | θα αλλάξουμε, θα αλλάξομε | θα αλλαχτώ | θα αλλαχτούμε | |
θα αλλάξεις | θα αλλάξετε | θα αλλαχτείς | θα αλλαχτείτε | ||
θα αλλάξει | θα αλλάξουν(ε) | θα αλλαχτεί | θα αλλαχτούν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω αλλάξει θα έχω αλλαγμένο |
θα έχουμε αλλάξει θα έχουμε αλλαγμένο |
θα έχω αλλαχτεί θα είμαι αλλαγμένος, -η |
θα έχουμε αλλαχτεί θα είμαστε αλλαγμένοι, -ες |
|
θα έχεις αλλάξει θα έχεις αλλαγμένο |
θα έχετε αλλάξει θα έχετε αλλαγμένο |
θα έχεις αλλαχτεί θα είσαι αλλαγμένος, -η |
θα έχετε αλλαχτεί θα είστε αλλαγμένοι, -ες |
||
θα έχει αλλάξει θα έχει αλλαγμένο |
θα έχουν αλλάξει θα έχουν αλλαγμένο |
θα έχει αλλαχτεί θα είναι αλλαγμένος, -η, -ο |
θα έχουν αλλαχτεί θα είναι αλλαγμένοι, -ες, -α |
||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να αλλάζω | να αλλάζουμε, να αλλάζομε | να αλλάζομαι | να αλλαζόμαστε |
να αλλάζεις | να αλλάζετε | να αλλάζεσαι | να αλλάζεστε, να αλλαζόσαστε | ||
να αλλάζει | να αλλάζουν(ε) | να αλλάζεται | να αλλάζονται | ||
Aorist | να αλλάξω | να αλλάξουμε, να αλλάξομε | να αλλαχτώ | να αλλαχτούμε | |
να αλλάξεις | να αλλάξετε | να αλλαχτείς | να αλλαχτείτε | ||
να αλλάξει | να αλλάξουν(ε) | να αλλαχτεί | να αλλαχτούν(ε) | ||
Perf | να έχω αλλάξει να έχω αλλαγμένο |
να έχουμε αλλαγμένο |
να έχω αλλαχτεί |
να έχουμε αλλαχτεί |
|
να έχεις αλλαγμένο |
να έχετε αλλάξει να έχετε αλλαγμένο |
να έχεις αλλαχτεί να είσαι αλλαγμένος, -η |
να έχετε αλλαχτεί να είστε αλλαγμένοι, -ες |
||
να έχει αλλάξει να έχει αλλαγμένο |
να έχουν αλλάξει να έχουν αλλαγμένο |
να έχει αλλαχτεί |
να έχουν αλλαχτεί |
||
Imper ative |
Pres | άλλαζε | αλλάζετε | αλλάζεστε | |
Aorist | άλλαξε | αλλάξτε, αλλάχτε | αλλάξου | αλλαχτείτε | |
Part iciple |
Pres | αλλάζοντας | |||
Perf | έχοντας αλλάξει, έχοντας αλλαγμένο | αλλαγμένος, -η, -ο | αλλαγμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αλλάξει | αλλαχτεί |