[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΚΗΡΥΣΣΩ
I preach
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
κηρύσσω κηρύσσουμε, κηρύσσομε κηρύσσομαι κηρυσσόμαστε
κηρύσσεις κηρύσσετε κηρύσσεσαι κηρύσσεστε, κηρυσσόσαστε
κηρύσσει κηρύσσουν(ε) κηρύσσεται κηρύσσονται
Imper
fect
κήρυσσα κηρύσσαμε κηρυσσόμουν(α) κηρυσσόμαστε, κηρυσσόμασταν
κήρυσσες κηρύσσατε κηρυσσόσουν(α) κηρυσσόσαστε, κηρυσσόσασταν
κήρυσσε κήρυσσαν, κηρύσσαν(ε) κηρυσσόταν(ε) κηρύσσονταν, κηρυσσόντανε, κηρυσσόντουσαν
Aorist κήρυξα κηρύξαμε κηρύχθηκα, κηρύχτηκα κηρυχθήκαμε, κηρυχτήκαμε
κήρυξες κηρύξατε κηρύχθηκες, κηρύχτηκες κηρυχθήκατε, κηρυχτήκατε
κήρυξε κήρυξαν, κηρύξαν(ε) κηρύχθηκε, κηρύχτηκε κηρύχθηκαν, κηρυχθήκαν(ε)
κηρύχτηκαν, κηρυχτήκαν(ε)
Per
fect
έχω κηρύξει
έχω κηρυγμένο
έχουμε κηρύξει
έχουμε κηρυγμένο
έχω κηρυχθεί
έχω κηρυχτεί
είμαι κηρυγμένος, -η
έχουμε κηρυχθεί
έχουμε κηρυχτεί
είμαστε κηρυγμένοι, -ες
έχεις κηρύξει
έχεις κηρυγμένο
έχετε κηρύξει
έχετε κηρυγμένο
έχεις κηρυχθεί
έχεις κηρυχτεί
είσαι κηρυγμένος, -η
έχετε κηρυχθεί
έχετε κηρυχτεί
είστε κηρυγμένοι, -ες
έχει κηρύξει
έχει κηρυγμένο
έχουν κηρύξει
έχουν κηρυγμένο
έχει κηρυχθεί
έχει κηρυχτεί
είναι κηρυγμένος, -η, -ο
έχουν κηρυχθεί
έχουν κηρυχτεί
είναι κηρυγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα κηρύξει
είχα κηρυγμένο
είχαμε κηρύξει
είχαμε κηρυγμένο
είχα κηρυχθεί
είχα κηρυχτεί
ήμουν κηρυγμένος, -η
είχαμε κηρυχθεί
είχαμε κηρυχτεί
ήμαστε κηρυγμένοι, -ες
είχες κηρύξει
είχες κηρυγμένο
είχατε κηρύξει
είχατε κηρυγμένο
είχες κηρυχθεί
είχες κηρυχτεί
ήσουν κηρυγμένος, -η
είχατε κηρυχθεί
είχατε κηρυχτεί
ήσαστε κηρυγμένοι, -ες
είχε κηρύξει
είχε κηρυγμένο
είχαν κηρύξει
είχαν κηρυγμένο
είχε κηρυχθεί
είχε κηρυχτεί
ήταν κηρυγμένος, -η, -ο
είχαν κηρυχθεί
είχαν κηρυχτεί
ήταν κηρυγμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα κηρύσσω θα κηρύσσουμε, θα κηρύσσομε θα κηρύσσομαι θα κηρυσσόμαστε
θα κηρύσσεις θα κηρύσσετε θα κηρύσσεσαι θα κηρύσσεστε, θα κηρυσσόσαστε
θα κηρύσσει θα κηρύσσουν(ε) θα κηρύσσεται θα κηρύσσονται
Simp
Fut
θα κηρύξω θα κηρύξουμε, θα κηρύξομε θα κηρυχθώ, θα κηρυχτώ θα κηρυχθούμε, θα κηρυχτούμε
θα κηρύξεις θα κηρύξετε θα κηρυχθείς, θα κηρυχτείς θα κηρυχθείτε, θα κηρυχτείτε
θα κηρύξει θα κηρύξουν(ε) θα κηρυχθεί, θα κηρυχτεί θα κηρυχθούν(ε), θα κηρυχτούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω κηρύξει
θα έχω κηρυγμένο
θα έχουμε κηρύξει
θα έχουμε κηρυγμένο
θα έχω κηρυχθεί
θα έχω κηρυχτεί
θα είμαι κηρυγμένος, -η
θα έχουμε κηρυχθεί
θα έχουμε κηρυχτεί
θα είμαστε κηρυγμένοι, -ες
θα έχεις κηρύξει
θα έχεις κηρυγμένο
θα έχετε κηρύξει
θα έχετε κηρυγμένο
θα έχεις κηρυχθεί
θα έχεις κηρυχτεί
θα είσαι κηρυγμένος, -η
θα έχετε κηρυχθεί
θα έχετε κηρυχτεί
θα είστε κηρυγμένοι, -ες
θα έχει κηρύξει
θα έχει κηρυγμένο
θα έχουν κηρύξει
θα έχουν κηρυγμένο
θα έχει κηρυχθεί
θα έχει κηρυχτεί
θα είναι κηρυγμένος, -η, -ο
θα έχουν κηρυχθεί
θα έχουν κηρυχτεί
θα είναι κηρυγμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να κηρύσσω να κηρύσσουμε, να κηρύσσομε να κηρύσσομαι να κηρυσσόμαστε
να κηρύσσεις να κηρύσσετε να κηρύσσεσαι να κηρύσσεστε, να κηρυσσόσαστε
να κηρύσσει να κηρύσσουν(ε) να κηρύσσεται να κηρύσσονται
Aorist να κηρύξω να κηρύξουμε, να κηρύξομε να κηρυχθώ, να κηρυχτώ να κηρυχθούμε, να κηρυχτούμε
να κηρύξεις να κηρύξετε να κηρυχθείς, να κηρυχτείς να κηρυχθείτε, να κηρυχτείτε
να κηρύξει να κηρύξουν(ε) να κηρυχθεί, να κηρυχτεί να κηρυχθούν(ε), να κηρυχτούν(ε)
Perf να έχω κηρύξει
να έχω κηρυγμένο
να έχουμε κηρύξει
να έχουμε κηρυγμένο
να έχω κηρυχθεί
να έχω κηρυχτεί
να είμαι κηρυγμένος, -η
να έχουμε κηρυχθεί
να έχουμε κηρυχτεί
να είμαστε κηρυγμένοι, -ες
να έχεις κηρύξει
να έχεις κηρυγμένο
να έχετε κηρύξει
να έχετε κηρυγμένο
να έχεις κηρυχθεί
να έχεις κηρυχτεί
να είσαι κηρυγμένος, -η
να έχετε κηρυχθεί
να έχετε κηρυχτεί
να είστε κηρυγμένοι, -ες
να έχει κηρύξει
να έχει κηρυγμένο
να έχουν κηρύξει
να έχουν κηρυγμένο
να έχει κηρυχθεί
να έχει κηρυχτεί
να είναι κηρυγμένος, -η, -ο
να έχουν κηρυχθεί
να έχουν κηρυχτεί
να είναι κηρυγμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres κήρυσσε κηρύσσετε κηρύσσεστε
Aorist κήρυξε κηρύξτε, κηρύξετε κηρύξου κηρυχθείτε, κηρυχτείτε
Part
iciple
Pres κηρύσσοντας κηρυσσόμενος
Perf έχοντας κηρύξει, έχοντας κηρυγμένο κηρυγμένος, -η, -ο κηρυγμένοι, -ες, -α
Infin Aorist κηρύξει κηρυχθεί, κηρυχτεί