ΠΛΗΤΤΩ I strike |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
πλήττω | πλήττουμε, πλήττομε | πλήττομαι | πληττόμαστε |
πλήττεις | πλήττετε | πλήττεσαι | πλήττεστε, πληττόσαστε | ||
πλήττει | πλήττουν(ε) | πλήττεται | πλήττονται | ||
Imper fect |
έπληττα | πλήτταμε | |||
έπληττες | πλήττατε | ||||
έπληττε | έπλητταν, πλήτταν(ε) | επλήττετο | πλήττονταν, επλήττοντο | ||
Aorist | έπληξα | πλήξαμε | πλήγηκα | πληγήκαμε | |
έπληξες | πλήξατε | πλήγηκες | πληγήκατε | ||
έπληξε | έπληξαν, πλήξαν(ε) | πλήγηκε, επλήγη | πλήγηκαν, πληγήκανε, επλήγησαν | ||
Per fect |
|||||
Plu per fect |
|||||
Fut ure Cont inuous |
θα πλήττω | θα πλήττουμε, |
θα πλήττομαι | θα πληττόμαστε | |
θα πλήττεις | θα πλήττετε | θα πλήττεσαι | θα πλήττεστε, |
||
θα πλήττει | θα πλήττουν(ε) | θα πλήττεται | θα πλήττονται | ||
Simp Fut |
θα πλήξω | θα πλήξουμε, |
θα πληγώ | θα πληγούμε | |
θα πλήξεις | θα πλήξετε | θα πληγείς | θα πληγείτε | ||
θα πλήξει | θα πλήξουν(ε) | θα πληγεί | θα πληγούν(ε) | ||
Fut Perf |
|||||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να πλήττω | να πλήττουμε, |
να πλήττομαι | να πληττόμαστε |
να πλήττεις | να πλήττετε | να πλήττεσαι | να πλήττεστε, |
||
να πλήττει | να πλήττουν(ε) | να πλήττεται | να πλήττονται | ||
Aorist | να πλήξω | να πλήξουμε, |
να πληγώ | να πληγούμε | |
να πλήξεις | να πλήξετε | να πληγείς | να πληγείτε | ||
να πλήξει | να πλήξουν(ε) | να πληγεί | να πληγούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ative |
Pres | πλήττε | πλήττετε | πλήττεστε | |
Aorist | πλήξε | πλήξτε, πλήξετε | πληγείτε | ||
Part iciple |
Pres | πλήττοντας | πληττόμενος | ||
Perf | έχοντας πλήξει | ||||
Infin | Aorist | πλήξει | πληγεί |