ΠΛΗΣΙΑΖΩ I approach |
Active | ||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
πλησιάζω | πλησιάζουμε, πλησιάζομε |
πλησιάζεις | πλησιάζετε | ||
πλησιάζει | πλησιάζουν(ε) | ||
Imper fect |
πλησίαζα | πλησιάζαμε | |
πλησίαζες | πλησιάζατε | ||
πλησίαζε | πλησίαζαν, πλησιάζαν(ε) | ||
Aorist | πλησίασα | πλησιάσαμε | |
πλησίασες | πλησιάσατε | ||
πλησίασε | πλησίασαν, πλησιάσαν(ε) | ||
Per fect |
έχω πλησιάσει | έχουμε πλησιάσει | |
έχεις πλησιάσει | έχετε πλησιάσει | ||
έχει πλησιάσει | έχουν πλησιάσει | ||
Plu per fect |
είχα πλησιάσει | είχαμε πλησιάσει | |
είχες πλησιάσει | είχατε πλησιάσει | ||
είχε πλησιάσει | είχαν πλησιάσει | ||
Fut ure Cont inuous |
θα πλησιάζω | θα πλησιάζουμε, θα πλησιάζομε | |
θα πλησιάζεις | θα πλησιάζετε | ||
θα πλησιάζει | θα πλησιάζουν(ε) | ||
Simp Fut |
θα πλησιάσω | θα πλησιάσουμε, θα πλησιάζομε | |
θα πλησιάσεις | θα πλησιάσετε | ||
θα πλησιάσει | θα πλησιάσουν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω πλησιάσει | θα έχουμε πλησιάσει | |
θα έχεις πλησιάσει | θα έχετε πλησιάσει | ||
θα έχει πλησιάσει | θα έχουν πλησιάσει | ||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να πλησιάζω | να πλησιάζουμε, να πλησιάζομε |
να πλησιάζεις | να πλησιάζετε | ||
να πλησιάζει | να πλησιάζουν(ε) | ||
Aorist | να πλησιάσω | να πλησιάσουμε, να πλησιάσομε | |
να πλησιάσεις | να πλησιάσετε | ||
να πλησιάσει | να πλησιάσουν(ε) | ||
Perf | να έχω πλησιάσει | να έχουμε πλησιάσει | |
να έχεις πλησιάσει | να έχετε πλησιάσει | ||
να έχει πλησιάσει | να έχουν πλησιάσει | ||
Imper ative |
Pres | πλησίαζε | πλησιάζετε |
Aorist | πλησίασε | πλησιάστε | |
Part iciple |
Pres | πλησιάζοντας | |
Perf | έχοντας πλησιάσει | ||
Infin | Aorist | πλησιάσει |