ΠΗΓΑΖΩ I rise from |
Active | ||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
πηγάζω | πηγάζουμε, πηγάζομε |
πηγάζεις | πηγάζετε | ||
πηγάζει | πηγάζουν(ε) | ||
Imper fect |
πήγαζα | πηγάζαμε | |
πήγαζες | πηγάζατε | ||
πήγαζε | πήγαζαν, πηγάζαν(ε) | ||
Aorist | πήγασα | πηγάσαμε | |
πήγασες | πηγάσατε | ||
πήγασε | πήγασαν, πηγάσαν(ε) | ||
Per fect |
έχω πηγάσει | έχουμε πηγάσει | |
έχεις πηγάσει | έχετε πηγάσει | ||
έχει πηγάσει | έχουν πηγάσει | ||
Plu per fect |
είχα πηγάσει | είχαμε πηγάσει | |
είχες πηγάσει | είχατε πηγάσει | ||
είχε πηγάσει | είχαν πηγάσει | ||
Fut ure Cont inuous |
θα πηγάζω | θα πηγάζουμε, θα πηγάζομε | |
θα πηγάζεις | θα πηγάζετε | ||
θα πηγάζει | θα πηγάζουν(ε) | ||
Simp Fut |
θα πηγάσω | θα πηγάσουμε, θα πηγάζομε | |
θα πηγάσεις | θα πηγάσετε | ||
θα πηγάσει | θα πηγάσουν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω πηγάσει | θα έχουμε πηγάσει | |
θα έχεις πηγάσει | θα έχετε πηγάσει | ||
θα έχει πηγάσει | θα έχουν πηγάσει | ||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να πηγάζω | να πηγάζουμε, να πηγάζομε |
να πηγάζεις | να πηγάζετε | ||
να πηγάζει | να πηγάζουν(ε) | ||
Aorist | να πηγάσω | να πηγάσουμε, να πηγάσομε | |
να πηγάσεις | να πηγάσετε | ||
να πηγάσει | να πηγάσουν(ε) | ||
Perf | να έχω πηγάσει | να έχουμε πηγάσει | |
να έχεις πηγάσει | να έχετε πηγάσει | ||
να έχει πηγάσει | να έχουν πηγάσει | ||
Imper ative |
Pres | πήγαζε | πηγάζετε |
Aorist | πήγασε | πηγάστε | |
Part iciple |
Pres | πηγάζοντας | |
Perf | έχοντας πηγάσει | ||
Infin | Aorist | πηγάσει |