[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΠΗΔΩ
I jump
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
πηδάω, πηδώ πηδάμε, πηδούμε πηδιέμαι πηδιόμαστε
πηδάς πηδάτε πηδιέσαι πηδιέστε, πηδιόσαστε
πηδάει, πηδά πηδάν(ε), πηδούν(ε) πηδιέται πηδιούνται, πηδιόνται
Imper
fect
πηδούσα, πήδαγα πηδούσαμε, πηδάγαμε πηδιόμουν(α) πηδιόμαστε, πηδιόμασταν
πηδούσες, πήδαγες πηδούσατε, πηδάγατε πηδιόσουν(α) πηδιόσαστε, πηδιόσασταν
πηδούσε, πήδαγε πηδούσαν(ε), πήδαγαν, πηδάγανε πηδιόταν(ε) πηδιόνταν(ε), πηδιούνταν, πηδιόντουσαν
Aorist πήδηξα πηδήξαμε πηδήχτηκα πηδηχτήκαμε
πήδηξες πηδήξατε πηδήχτηκες πηδηχτήκατε
πήδηξε πήδηξαν, πηδήξαν(ε) πηδήχτηκε πηδήχτηκαν, πηδηχτήκαν(ε)
Perf
ect
έχω πηδήξει έχουμε πηδήξει έχω πηδηχτεί έχουμε πηδηχτεί
έχεις πηδήξει έχετε πηδήξει έχεις πηδηχτεί έχετε πηδηχτεί
έχει πηδήξει έχουν πηδήξει έχει πηδηχτεί έχουν πηδηχτεί
Plu
perf
ect
είχα πηδήξει είχαμε πηδήξει είχα πηδηχτεί είχαμε πηδηχτεί
είχες πηδήξει είχατε πηδήξει είχες πηδηχτεί είχατε πηδηχτεί
είχε πηδήξει είχαν πηδήξει είχε πηδηχτεί είχαν πηδηχτεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα πηδάω, θα πηδώ θα πηδάμε, θα πηδούμε θα πηδιέμαι θα πηδιόμαστε
θα πηδάς θα πηδάτε θα πηδιέσαι θα πηδιέστε, θα πηδιόσαστε
θα πηδάει, θα πηδά θα πηδάν(ε), θα πηδούν(ε) θα πηδιέται θα πηδιούνται, θα πηδιόνται
Simp
Fut
θα πηδήξω θα πηδήξουμε, θα πηδήξομε θα πηδηχτώ θα πηδηχτούμε
θα πηδήξεις θα πηδήξετε θα πηδηχτείς θα πηδηχτείτε
θα πηδήξει θα πηδήξουν(ε) θα πηδηχτεί θα πηδηχτούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω πηδήξει θα έχουμε πηδήξει θα έχω πηδηχτεί θα έχουμε πηδηχτεί
θα έχεις πηδήξει θα έχετε πηδήξει θα έχεις πηδηχτεί θα έχετε πηδηχτεί
θα έχει πηδήξει θα έχουν πηδήξει θα έχει πηδηχτεί θα έχουν πηδηχτεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να πηδάω, να πηδώ να πηδάμε, να πηδούμε να πηδιέμαι να πηδιόμαστε
να πηδάς να πηδάτε να πηδιέσαι να πηδιέστε, να πηδιόσαστε
να πηδάει, να πηδά να πηδάν(ε), να πηδούν(ε) να πηδιέται να πηδιούνται, να πηδιόνται
Aorist να πηδήξω να πηδήξουμε, να πηδήξομε να πηδηχτώ να πηδηχτούμε
να πηδήξεις να πηδήξετε να πηδηχτείς να πηδηχτείτε
να πηδήξει να πηδήξουν(ε) να πηδηχτεί να πηδηχτούν(ε)
Perf να έχω πηδήξει να έχουμε πηδήξει να έχω πηδηχτεί να έχουμε πηδηχτεί
να έχεις πηδήξει να έχετε πηδήξει να έχεις πηδηχτεί να έχετε πηδηχτεί
να έχει πηδήξει να έχουν πηδήξει να έχει πηδηχτεί να έχουν πηδηχτεί
Imper
ative
Pres πήδα, πήδαγε πηδάτε πηδιέστε
Aorist πήδηξε, πήδα πηδήξτε, πηδήχτε πηδήξου πηδηχτείτε
Part
iciple
Pres πηδώντας
Perf έχοντας πηδήξει
Infin Aorist πηδήξει πηδηχτεί