ΔΑΠΑΝΩ I spend |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
δαπανάω, δαπανώ |
δαπανάμε, δαπανούμε |
δαπανιέμαι, δαπανώμαι |
δαπανιόμαστε, δαπανόμαστε, δαπανώμεθα |
δαπανάς |
δαπανάτε |
δαπανιέσαι, δαπανάσαι |
δαπανιέστε, δαπανιόσαστε, δαπανάστε, δαπανάσθε |
δαπανάει, δαπανά |
δαπανάν(ε), δαπανούν(ε) |
δαπανιέται, δαπανάται |
δαπανιούνται, δαπανιόνται, δαπανώνται |
Imper fect |
δαπανούσα, δαπάναγα |
δαπανούσαμε, δαπανάγαμε |
δαπανιόμουν(α) |
δαπανιόμαστε, δαπανιόμασταν |
δαπανούσες, δαπάναγες |
δαπανούσατε, δαπανάγατε |
δαπανιόσουν(α) |
δαπανιόσαστε, δαπανιόσασταν |
δαπανούσε, δαπάναγε |
δαπανούσαν(ε), δαπάναγαν, δαπανάγανε |
δαπανιόταν(ε) |
δαπανιόνταν(ε), δαπανιούνταν, δαπανιόντουσαν |
Aorist |
δαπάνησα |
δαπανήσαμε |
δαπανήθηκα |
δαπανηθήκαμε |
δαπάνησες |
δαπανήσατε |
δαπανήθηκες |
δαπανηθήκατε |
δαπάνησε |
δαπάνησαν, δαπανήσαν(ε) |
δαπανήθηκε |
δαπανήθηκαν, δαπανηθήκαν(ε) |
Perf ect |
έχω δαπανήσει
έχω δαπανημένο |
έχουμε δαπανήσει
έχουμε δαπανημένο |
έχω δαπανηθεί
είμαι δαπανημένος, -η |
έχουμε δαπανηθεί
είμαστε δαπανημένοι, -ες |
έχεις δαπανήσει
έχεις δαπανημένο |
έχετε δαπανήσει
έχετε δαπανημένο |
έχεις δαπανηθεί
είσαι δαπανημένος, -η |
έχετε δαπανηθεί
είστε δαπανημένοι, -ες |
έχει δαπανήσει
έχει δαπανημένο |
έχουν δαπανήσει
έχουν δαπανημένο |
έχει δαπανηθεί
είναι δαπανημένος, -η, -ο |
έχουν δαπανηθεί
είναι δαπανημένοι, -ες, -α |
Plu perf ect |
είχα δαπανήσει
είχα δαπανημένο |
είχαμε δαπανήσει
είχαμε δαπανημένο |
είχα δαπανηθεί
ήμουν δαπανημένος, -η |
είχαμε δαπανηθεί
ήμαστε δαπανημένοι, -ες |
είχες δαπανήσει
είχες δαπανημένο |
είχατε δαπανήσει
είχατε δαπανημένο |
είχες δαπανηθεί
ήσουν δαπανημένος, -η |
είχατε δαπανηθεί
ήσαστε δαπανημένοι, -ες |
είχε δαπανήσει
είχε δαπανημένο |
είχαν δαπανήσει
είχαν δαπανημένο |
είχε δαπανηθεί
ήταν δαπανημένος, -η, -ο |
είχαν δαπανηθεί
ήταν δαπανημένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα δαπανάω, θα δαπανώ |
θα δαπανάμε, θα δαπανούμε |
θα δαπανιέμαι, θα δαπανώμαι |
θα δαπανιόμαστε, θα δαπανόμαστε, θα δαπανώμεθα |
θα δαπανάς |
θα δαπανάτε |
θα δαπανιέσαι, θα δαπανάσαι |
θα δαπανιέστε, θα δαπανιόσαστε, θα δαπανάστε, θα δαπανάσθε |
θα δαπανάει, θα δαπανά |
θα δαπανάν(ε), θα δαπανούν(ε) |
θα δαπανιέται, θα δαπανάται |
θα δαπανιούνται, θα δαπανιόνται, θα δαπανώνται |
Simp Fut |
θα δαπανήσω |
θα δαπανήσουμε, θα δαπανήσομε |
θα δαπανηθώ |
θα δαπανηθούμε |
θα δαπανήσεις |
θα δαπανήσετε |
θα δαπανηθείς |
θα δαπανηθείτε |
θα δαπανήσει |
θα δαπανήσουν(ε) |
θα δαπανηθεί |
θα δαπανηθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω δαπανήσει
θα έχω δαπανημένο |
θα έχουμε δαπανήσει
θα έχουμε δαπανημένο |
θα έχω δαπανηθεί
θα είμαι δαπανημένος, -η |
θα έχουμε δαπανηθεί
θα είμαστε δαπανημένοι, -ες |
θα έχεις δαπανήσει
θα έχεις δαπανημένο |
θα έχετε δαπανήσει
θα έχετε δαπανημένο |
θα έχεις δαπανηθεί
θα είσαι δαπανημένος, -η |
θα έχετε δαπανηθεί
θα είστε δαπανημένοι, -ες |
θα έχει δαπανήσει
θα έχει δαπανημένο |
θα έχουν δαπανήσει
θα έχουν δαπανημένο |
θα έχει δαπανηθεί
θα είναι δαπανημένος, -η, -ο |
θα έχουν δαπανηθεί
θα είναι δαπανημένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να δαπανάω, να δαπανώ |
να δαπανάμε, να δαπανούμε |
να δαπανιέμαι, να δαπανώμαι |
να δαπανιόμαστε, να δαπανόμαστε, να δαπανώμεθα |
να δαπανάς |
να δαπανάτε |
να δαπανιέσαι, να δαπανάσαι |
να δαπανιέστε, να δαπανιόσαστε, να δαπανάστε, να δαπανάσθε |
να δαπανάει, να δαπανά |
να δαπανάν(ε), να δαπανούν(ε) |
να δαπανιέται, να δαπανάται |
να δαπανιούνται, να δαπανιόνται, να δαπανώνται |
Aorist |
να δαπανήσω |
να δαπανήσουμε, να δαπανήσομε |
να δαπανηθώ |
να δαπανηθούμε |
να δαπανήσεις |
να δαπανήσετε |
να δαπανηθείς |
να δαπανηθείτε |
να δαπανήσει |
να δαπανήσουν(ε) |
να δαπανηθεί |
να δαπανηθούν(ε) |
Perf |
να έχω δαπανήσει
να έχω δαπανημένο |
να έχουμε δαπανήσει
να έχουμε δαπανημένο |
να έχω δαπανηθεί
να είμαι δαπανημένος, -η |
να έχουμε δαπανηθεί
να είμαστε δαπανημένοι, -ες |
να έχεις δαπανήσει
να έχεις δαπανημένο |
να έχετε δαπανήσει
να έχετε δαπανημένο |
να έχεις δαπανηθεί
να είσαι δαπανημένος, -η |
να έχετε δαπανηθεί
να είστε δαπανημένοι, -η |
να έχει δαπανήσει
να έχει δαπανημένο |
να έχουν δαπανήσει
να έχουν δαπανημένο |
να έχει δαπανηθεί
να είναι δαπανημένος, -η, -ο |
να έχουν δαπανηθεί
να είναι δαπανημένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
δαπάνα, δαπάναγε |
δαπανάτε |
|
δαπανιέστε, δαπανάστε, δαπανάσθε |
Aorist |
δαπάνησε, δαπάνα |
δαπανήστε |
δαπανήσου |
δαπανηθείτε |
Part iciple |
Pres |
δαπανώντας |
δαπανώμενος |
Perf |
έχοντας δαπανήσει, έχοντας δαπανημένο |
δαπανημένος, -η, -ο |
δαπανημένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
δαπανήσει |
δαπανηθεί |