ΜΕΛΕΤΩ I study |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
μελετάω, μελετώ |
μελετάμε, μελετούμε |
μελετιέμαι, μελετώμαι |
μελετιόμαστε, μελετόμαστε, μελετώμεθα |
μελετάς |
μελετάτε |
μελετιέσαι, μελετάσαι |
μελετιέστε, μελετιόσαστε, μελετάστε, μελετάσθε |
μελετάει, μελετά |
μελετάν(ε), μελετούν(ε) |
μελετιέται, μελετάται |
μελετιούνται, μελετιόνται, μελετώνται |
Imper fect |
μελετούσα, μελέταγα |
μελετούσαμε, μελετάγαμε |
μελετιόμουν(α) |
μελετιόμαστε, μελετιόμασταν |
μελετούσες, μελέταγες |
μελετούσατε, μελετάγατε |
μελετιόσουν(α) |
μελετιόσαστε, μελετιόσασταν |
μελετούσε, μελέταγε |
μελετούσαν(ε), μελέταγαν, μελετάγανε |
μελετιόταν(ε) |
μελετιόνταν(ε), μελετιούνταν, μελετιόντουσαν |
Aorist |
μελέτησα |
μελετήσαμε |
μελετήθηκα |
μελετηθήκαμε |
μελέτησες |
μελετήσατε |
μελετήθηκες |
μελετηθήκατε |
μελέτησε |
μελέτησαν, μελετήσαν(ε) |
μελετήθηκε |
μελετήθηκαν, μελετηθήκαν(ε) |
Perf ect |
έχω μελετήσει
έχω μελετημένο |
έχουμε μελετήσει
έχουμε μελετημένο |
έχω μελετηθεί
είμαι μελετημένος, -η |
έχουμε μελετηθεί
είμαστε μελετημένοι, -ες |
έχεις μελετήσει
έχεις μελετημένο |
έχετε μελετήσει
έχετε μελετημένο |
έχεις μελετηθεί
είσαι μελετημένος, -η |
έχετε μελετηθεί
είστε μελετημένοι, -ες |
έχει μελετήσει
έχει μελετημένο |
έχουν μελετήσει
έχουν μελετημένο |
έχει μελετηθεί
είναι μελετημένος, -η, -ο |
έχουν μελετηθεί
είναι μελετημένοι, -ες, -α |
Plu perf ect |
είχα μελετήσει
είχα μελετημένο |
είχαμε μελετήσει
είχαμε μελετημένο |
είχα μελετηθεί
ήμουν μελετημένος, -η |
είχαμε μελετηθεί
ήμαστε μελετημένοι, -ες |
είχες μελετήσει
είχες μελετημένο |
είχατε μελετήσει
είχατε μελετημένο |
είχες μελετηθεί
ήσουν μελετημένος, -η |
είχατε μελετηθεί
ήσαστε μελετημένοι, -ες |
είχε μελετήσει
είχε μελετημένο |
είχαν μελετήσει
είχαν μελετημένο |
είχε μελετηθεί
ήταν μελετημένος, -η, -ο |
είχαν μελετηθεί
ήταν μελετημένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα μελετάω, θα μελετώ |
θα μελετάμε, θα μελετούμε |
θα μελετιέμαι, θα μελετώμαι |
θα μελετιόμαστε, θα μελετόμαστε, θα μελετώμεθα |
θα μελετάς |
θα μελετάτε |
θα μελετιέσαι, θα μελετάσαι |
θα μελετιέστε, θα μελετιόσαστε, θα μελετάστε, θα μελετάσθε |
θα μελετάει, θα μελετά |
θα μελετάν(ε), θα μελετούν(ε) |
θα μελετιέται, θα μελετάται |
θα μελετιούνται, θα μελετιόνται, θα μελετώνται |
Simp Fut |
θα μελετήσω |
θα μελετήσουμε, θα μελετήσομε |
θα μελετηθώ |
θα μελετηθούμε |
θα μελετήσεις |
θα μελετήσετε |
θα μελετηθείς |
θα μελετηθείτε |
θα μελετήσει |
θα μελετήσουν(ε) |
θα μελετηθεί |
θα μελετηθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω μελετήσει
θα έχω μελετημένο |
θα έχουμε μελετήσει
θα έχουμε μελετημένο |
θα έχω μελετηθεί
θα είμαι μελετημένος, -η |
θα έχουμε μελετηθεί
θα είμαστε μελετημένοι, -ες |
θα έχεις μελετήσει
θα έχεις μελετημένο |
θα έχετε μελετήσει
θα έχετε μελετημένο |
θα έχεις μελετηθεί
θα είσαι μελετημένος, -η |
θα έχετε μελετηθεί
θα είστε μελετημένοι, -ες |
θα έχει μελετήσει
θα έχει μελετημένο |
θα έχουν μελετήσει
θα έχουν μελετημένο |
θα έχει μελετηθεί
θα είναι μελετημένος, -η, -ο |
θα έχουν μελετηθεί
θα είναι μελετημένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να μελετάω, να μελετώ |
να μελετάμε, να μελετούμε |
να μελετιέμαι, να μελετώμαι |
να μελετιόμαστε, να μελετόμαστε, να μελετώμεθα |
να μελετάς |
να μελετάτε |
να μελετιέσαι, να μελετάσαι |
να μελετιέστε, να μελετιόσαστε, να μελετάστε, να μελετάσθε |
να μελετάει, να μελετά |
να μελετάν(ε), να μελετούν(ε) |
να μελετιέται, να μελετάται |
να μελετιούνται, να μελετιόνται, να μελετώνται |
Aorist |
να μελετήσω |
να μελετήσουμε, να μελετήσομε |
να μελετηθώ |
να μελετηθούμε |
να μελετήσεις |
να μελετήσετε |
να μελετηθείς |
να μελετηθείτε |
να μελετήσει |
να μελετήσουν(ε) |
να μελετηθεί |
να μελετηθούν(ε) |
Perf |
να έχω μελετήσει
να έχω μελετημένο |
να έχουμε μελετήσει
να έχουμε μελετημένο |
να έχω μελετηθεί
να είμαι μελετημένος, -η |
να έχουμε μελετηθεί
να είμαστε μελετημένοι, -ες |
να έχεις μελετήσει
να έχεις μελετημένο |
να έχετε μελετήσει
να έχετε μελετημένο |
να έχεις μελετηθεί
να είσαι μελετημένος, -η |
να έχετε μελετηθεί
να είστε μελετημένοι, -η |
να έχει μελετήσει
να έχει μελετημένο |
να έχουν μελετήσει
να έχουν μελετημένο |
να έχει μελετηθεί
να είναι μελετημένος, -η, -ο |
να έχουν μελετηθεί
να είναι μελετημένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
μελέτα, μελέταγε |
μελετάτε |
|
μελετιέστε, μελετάστε, μελετάσθε |
Aorist |
μελέτησε, μελέτα |
μελετήστε |
μελετήσου |
μελετηθείτε |
Part iciple |
Pres |
μελετώντας |
μελετώμενος |
Perf |
έχοντας μελετήσει, έχοντας μελετημένο |
μελετημένος, -η, -ο |
μελετημένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
μελετήσει |
μελετηθεί |