ΜΗΝΑΩ
I inform
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
μηνάω, μηνώ, μηνύω μηνάμε, μηνούμε
μηνάς μηνάτε
μηνάει, μηνά μηνάν(ε), μηνούν(ε)
Imper
fect
μηνούσα, μήναγα μηνούσαμε, μηνάγαμε
μηνούσες, μήναγες μηνούσατε, μηνάγατε
μηνούσε, μήναγε μηνούσαν(ε), μήναγαν, μηνάγανε
Aorist μήνυσα μηνύσαμε
μήνυσες μηνύσατε
μήνυσε μήνυσαν, μηνύσαν(ε)
Perf
ect
έχω μηνύσει έχουμε μηνύσει
έχεις μηνύσει έχετε μηνύσει
έχει μηνύσει έχουν μηνύσει
Plu
perf
ect
είχα μηνύσει είχαμε μηνύσει
είχες μηνύσει είχατε μηνύσει
είχε μηνύσει είχαν μηνύσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα μηνάω, θα μηνώ θα μηνάμε, θα μηνούμε
θα μηνάς θα μηνάτε
θα μηνάει, θα μηνά θα μηνάν(ε), θα μηνούν(ε)
Simp
Fut
θα μηνύσω θα μηνύσουμε, θα μηνύσομε
θα μηνύσεις θα μηνύσετε
θα μηνύσει θα μηνύσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω μηνύσει θα έχουμε μηνύσει
θα έχεις μηνύσει θα έχετε μηνύσει
θα έχει μηνύσει θα έχουν μηνύσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να μηνάω, να μηνώ να μηνάμε, να μηνούμε
να μηνάς να μηνάτε
να μηνάει, να μηνά να μηνάν(ε), να μηνούν(ε)
Aorist να μηνύσω να μηνύσουμε, να μηνύσομε
να μηνύσεις να μηνύσετε
να μηνύσει να μηνύσουν(ε)
Perf να έχω μηνύσει να έχουμε μηνύσει
να έχεις μηνύσει να έχετε μηνύσει
να έχει μηνύσει να έχουν μηνύσει
Imper
ative
Pres μήνα, μήναγε μηνάτε
Aorist μήνυσε, μήνα μηνύστε
Part
iciple
Pres μηνώντας
Perf έχοντας μηνύσει
Infin Aorist μηνύσει