[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΜΗΝΥΩ
I summons
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
μηνύω, μηνάω μηνύουμε, μηνύομε μηνύομαι μηνυόμαστε
μηνύεις μηνύετε μηνύεσαι μηνύεστε, μηνυόσαστε
μηνύει μηνύουν(ε) μηνύεται μηνύονται
Imper
fect
μήνυα μηνύαμε μηνυόμουν(α) μηνυόμαστε
μήνυες μηνύατε μηνυόσουν(α) μηνυόσαστε
μήνυε μήνυαν, μηνύαν(ε) μηνυόταν(ε) μηνύονταν
Aorist μήνυσα μηνύσαμε μηνύθηκα μηνυθήκαμε
μήνυσες μηνύσατε μηνύθηκες μηνυθήκατε
μήνυσε μήνυσαν, μηνύσαν(ε) μηνύθηκε μηνύθηκαν, μηνυθήκαν(ε)
Per
fect
έχω μηνύσει έχουμε μηνύσει έχω μηνυθεί έχουμε μηνυθεί
έχεις μηνύσει έχετε μηνύσει έχεις μηνυθεί έχετε μηνυθεί
έχει μηνύσει έχουν μηνύσει έχει μηνυθεί έχουν μηνυθεί
Plu
per
fect
είχα μηνύσει είχαμε μηνύσει είχα μηνυθεί είχαμε μηνυθεί
είχες μηνύσει είχατε μηνύσει είχες μηνυθεί είχατε μηνυθεί
είχε μηνύσει είχαν μηνύσει είχε μηνυθεί είχαν μηνυθεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα μηνύω θα μηνύουμε, θα μηνύομε θα μηνύομαι θα μηνυόμαστε
θα μηνύεις θα μηνύετε θα μηνύεσαι θα μηνύεστε θα μηνυόσαστε
θα μηνύει θα μηνύουν(ε) θα μηνύεται θα μηνύονται
Simp
Fut
θα μηνύσω θα μηνύσουμε, θα μηνύσομε θα μηνυθώ θα μηνυθούμε
θα μηνύσεις θα μηνύσετε θα μηνυθείς θα μηνυθείτε
θα μηνύσει θα μηνύσουν(ε) θα μηνυθεί θα μηνυθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω μηνύσει θα έχουμε μηνύσει θα έχω μηνυθεί θα έχουμε μηνυθεί
θα έχεις μηνύσει θα έχετε μηνύσει θα έχεις μηνυθεί θα έχετε μηνυθεί
θα έχει μηνύσει θα έχουν μηνύσει θα έχει μηνυθεί θα έχουν μηνυθεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να μηνύω να μηνύουμε, να μηνύομε να μηνύομαι να μηνυόμαστε
να μηνύεις να μηνύετε να μηνύεσαι να μηνύεστε, να μηνυόσαστε
να μηνύει να μηνύουν(ε) να μηνύεται να μηνύονται
Aorist να μηνύσω να μηνύσουμε, να μηνύσομε να μηνυθώ να μηνυθούμε
να μηνύσεις να μηνύσετε να μηνυθείς να μηνυθείτε
να μηνύσει να μηνύσουν(ε) να μηνυθεί να μηνυθούν(ε)
Perf να έχω μηνύσει να έχουμε μηνύσει να έχω μηνυθεί να έχουμε μηνυθεί
να έχεις μηνύσει να έχετε μηνύσει να έχεις μηνυθεί να έχετε μηνυθεί
να έχει μηνύσει να έχουν μηνύσει να έχει μηνυθεί να έχουν μηνυθεί
Imper
ative
Pres μήνυε μηνύετε μηνύεστε
Aorist μήνυσε μηνύστε, μηνύσετε μηνύσου μηνυθείτε
Part
iciple
Pres μηνύοντας
Perf έχοντας μηνύσει
Infin Aorist μηνύσει μηνυθεί