ΔΗΛΩΝΩ I declare |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
δηλώνω | δηλώνουμε, δηλώνομε | δηλώνομαι | δηλωνόμαστε |
δηλώνεις | δηλώνετε | δηλώνεσαι | δηλώνεστε, δηλωνόσαστε | ||
δηλώνει | δηλώνουν(ε) | δηλώνεται | δηλώνονται | ||
Imper fect |
δήλωνα | δηλώναμε | δηλωνόμουν(α) | δηλωνόμαστε, δηλωνόμασταν | |
δήλωνες | δηλώνατε | δηλωνόσουν(α) | δηλωνόσαστε, δηλωνόσασταν | ||
δήλωνε | δήλωναν, δηλώναν(ε) | δηλωνόταν(ε) | δηλώνονταν, δηλωνόντανε, δηλωνόντουσαν | ||
Aorist | δήλωσα | δηλώσαμε | δηλώθηκα | δηλωθήκαμε | |
δήλωσες | δηλώσατε | δηλώθηκες | δηλωθήκατε | ||
δήλωσε | δήλωσαν, δηλώσαν(ε) | δηλώθηκε | δηλώθηκαν, δηλωθήκαν(ε) | ||
Per fect |
|||||
Plu per fect |
|||||
Fut ure Cont inuous |
θα δηλώνω | θα δηλώνουμε, |
θα δηλώνομαι | θα δηλωνόμαστε | |
θα δηλώνεις | θα δηλώνετε | θα δηλώνεσαι | θα δηλώνεστε, |
||
θα δηλώνει | θα δηλώνουν(ε) | θα δηλώνεται | θα δηλώνονται | ||
Simp Fut |
θα δηλώσω | θα δηλώσουμε, |
θα δηλωθώ | θα δηλωθούμε | |
θα δηλώσεις | θα δηλώσετε | θα δηλωθείς | θα δηλωθείτε | ||
θα δηλώσει | θα δηλώσουν | θα δηλωθεί | θα δηλωθούν(ε) | ||
Fut Perf |
|||||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να δηλώνω | να δηλώνουμε, |
να δηλώνομαι | να δηλωνόμαστε |
να δηλώνεις | να δηλώνετε | να δηλώνεσαι | να δηλώνεστε, |
||
να δηλώνει | να δηλώνουν(ε) | να δηλώνεται | να δηλώνονται | ||
Aorist | να δηλώσω | να δηλώσουμε, |
να δηλωθώ | να δηλωθούμε | |
να δηλώσεις | να δηλώσετε | να δηλωθείς | να δηλωθείτε | ||
να δηλώσει | να δηλώσουν(ε) | να δηλωθεί | να δηλωθούν(ε) | ||
Perf | |||||
να έχεις δηλώσει να έχεις δηλωμένο |
να έχετε δηλώσει να έχετε δηλωμένο |
να έχεις δηλωθεί να είσαι δηλωμένος, -η |
να έχετε δηλωθεί να είστε δηλωμένοι, -ες |
||
να έχει δηλώσει να έχει δηλωμένο |
να έχουν δηλώσει να έχουν δηλωμένο |
να έχει δηλωθεί |
να έχουν δηλωθεί |
||
Imper ative |
Pres | δήλωνε | δηλώνετε | δηλώνεστε | |
Aorist | δήλωσε | δηλώστε, δηλώσετε | δηλώσου | δηλωθείτε | |
Part iciple |
Pres | δηλώνοντας | |||
Perf | έχοντας δηλώσει, |
δηλωμένος, -η, -ο | δηλωμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | δηλώσει | δηλωθεί |