[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΔΗΛΩΝΩ
I declare
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
δηλώνω δηλώνουμε, δηλώνομε δηλώνομαι δηλωνόμαστε
δηλώνεις δηλώνετε δηλώνεσαι δηλώνεστε, δηλωνόσαστε
δηλώνει δηλώνουν(ε) δηλώνεται δηλώνονται
Imper
fect
δήλωνα δηλώναμε δηλωνόμουν(α) δηλωνόμαστε, δηλωνόμασταν
δήλωνες δηλώνατε δηλωνόσουν(α) δηλωνόσαστε, δηλωνόσασταν
δήλωνε δήλωναν, δηλώναν(ε) δηλωνόταν(ε) δηλώνονταν, δηλωνόντανε, δηλωνόντουσαν
Aorist δήλωσα δηλώσαμε δηλώθηκα δηλωθήκαμε
δήλωσες δηλώσατε δηλώθηκες δηλωθήκατε
δήλωσε δήλωσαν, δηλώσαν(ε) δηλώθηκε δηλώθηκαν, δηλωθήκαν(ε)
Per
fect
έχω δηλώσει
έχω δηλωμένο
έχουμε δηλώσει
έχουμε δηλωμένο
έχω δηλωθεί
είμαι δηλωμένος, -η
έχουμε δηλωθεί
είμαστε δηλωμένοι, -ες
έχεις δηλώσει
έχεις δηλωμένο
έχετε δηλώσει
έχετε δηλωμένο
έχεις δηλωθεί
είσαι δηλωμένος, -η
έχετε δηλωθεί
είστε δηλωμένοι, -ες
έχει δηλώσει
έχει δηλωμένο
έχουν δηλώσει
έχουν δηλωμένο
έχει δηλωθεί
είναι δηλωμένος, -η, -ο
έχουν δηλωθεί
είναι δηλωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα δηλώσει
είχα δηλωμένο
είχαμε δηλώσει
είχαμε δηλωμένο
είχα δηλωθεί
ήμουν δηλωμένος, -η
είχαμε δηλωθεί
ήμαστε δηλωμένοι, -ες
είχες δηλώσει
είχες δηλωμένο
είχατε δηλώσει
είχατε δηλωμένο
είχες δηλωθεί
ήσουν δηλωμένος, -η
είχατε δηλωθεί
ήσαστε δηλωμένοι, -ες
είχε δηλώσει
είχε δηλωμένο
είχαν δηλώσει
είχαν δηλωμένο
είχε δηλωθεί
ήταν δηλωμένος, -η, -ο
είχαν δηλωθεί
ήταν δηλωμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα δηλώνω θα δηλώνουμε, θα δηλώνομε θα δηλώνομαι θα δηλωνόμαστε
θα δηλώνεις θα δηλώνετε θα δηλώνεσαι θα δηλώνεστε, θα δηλωνόσαστε
θα δηλώνει θα δηλώνουν(ε) θα δηλώνεται θα δηλώνονται
Simp
Fut
θα δηλώσω θα δηλώσουμε, θα δηλώσομε θα δηλωθώ θα δηλωθούμε
θα δηλώσεις θα δηλώσετε θα δηλωθείς θα δηλωθείτε
θα δηλώσει θα δηλώσουν θα δηλωθεί θα δηλωθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω δηλώσει
θα έχω δηλωμένο
θα έχουμε δηλώσει
θα έχουμε δηλωμένο
θα έχω δηλωθεί
θα είμαι δηλωμένος, -η
θα έχουμε δηλωθεί
θα είμαστε δηλωμένοι, -ες
θα έχεις δηλώσει
θα έχεις δηλωμένο
θα έχετε δηλώσει
θα έχετε δηλωμένο
θα έχεις δηλωθεί
θα είσαι δηλωμένος, -η
θα έχετε δηλωθεί
θα είστε δηλωμένοι, -ες
θα έχει δηλώσει
θα έχει δηλωμένο
θα έχουν δηλώσει
θα έχουν δηλωμένο
θα έχει δηλωθεί
θα είναι δηλωμένος, -η, -ο
θα έχουν δηλωθεί
θα είναι δηλωμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να δηλώνω να δηλώνουμε, να δηλώνομε να δηλώνομαι να δηλωνόμαστε
να δηλώνεις να δηλώνετε να δηλώνεσαι να δηλώνεστε, να δηλωνόσαστε
να δηλώνει να δηλώνουν(ε) να δηλώνεται να δηλώνονται
Aorist να δηλώσω να δηλώσουμε, να δηλώσομε να δηλωθώ να δηλωθούμε
να δηλώσεις να δηλώσετε να δηλωθείς να δηλωθείτε
να δηλώσει να δηλώσουν(ε) να δηλωθεί να δηλωθούν(ε)
Perf να έχω δηλώσει
να έχω δηλωμένο
να έχουμε δηλώσει
να έχουμε δηλωμένο
να έχω δηλωθεί
να είμαι δηλωμένος, -η
να έχουμε δηλωθεί
να είμαστε δηλωμένοι, -ες
να έχεις δηλώσει
να έχεις δηλωμένο
να έχετε δηλώσει
να έχετε δηλωμένο
να έχεις δηλωθεί
να είσαι δηλωμένος, -η
να έχετε δηλωθεί
να είστε δηλωμένοι, -ες
να έχει δηλώσει
να έχει δηλωμένο
να έχουν δηλώσει
να έχουν δηλωμένο
να έχει δηλωθεί
να είναι δηλωμένος, -η, -ο
να έχουν δηλωθεί
να είναι δηλωμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres δήλωνε δηλώνετε δηλώνεστε
Aorist δήλωσε δηλώστε, δηλώσετε δηλώσου δηλωθείτε
Part
iciple
Pres δηλώνοντας
Perf έχοντας δηλώσει, έχοντας δηλωμένο δηλωμένος, -η, -ο δηλωμένοι, -ες, -α
Infin Aorist δηλώσει δηλωθεί