ΕΛΑΤΤΩΝΩ I diminish |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
ελαττώνω | ελαττώνουμε, ελαττώνομε | ελαττώνομαι | ελαττωνόμαστε |
ελαττώνεις | ελαττώνετε | ελαττώνεσαι | ελαττώνεστε, ελαττωνόσαστε | ||
ελαττώνει | ελαττώνουν(ε) | ελαττώνεται | ελαττώνονται | ||
Imper fect |
ελάττωνα | ελαττώναμε | ελαττωνόμουν(α) | ελαττωνόμαστε, ελαττωνόμασταν | |
ελάττωνες | ελαττώνατε | ελαττωνόσουν(α) | ελαττωνόσαστε, ελαττωνόσασταν | ||
ελάττωνε | ελάττωναν, ελαττώναν(ε) | ελαττωνόταν(ε) | ελαττώνονταν, ελαττωνόντανε, ελαττωνόντουσαν | ||
Aorist | ελάττωσα | ελαττώσαμε | ελαττώθηκα | ελαττωθήκαμε | |
ελάττωσες | ελαττώσατε | ελαττώθηκες | ελαττωθήκατε | ||
ελάττωσε | ελάττωσαν, ελαττώσαν(ε) | ελαττώθηκε | ελαττώθηκαν, ελαττωθήκαν(ε) | ||
Per fect |
|||||
Plu per fect |
|||||
Fut ure Cont inuous |
θα ελαττώνω | θα ελαττώνουμε, |
θα ελαττώνομαι | θα ελαττωνόμαστε | |
θα ελαττώνεις | θα ελαττώνετε | θα ελαττώνεσαι | θα ελαττώνεστε, |
||
θα ελαττώνει | θα ελαττώνουν(ε) | θα ελαττώνεται | θα ελαττώνονται | ||
Simp Fut |
θα ελαττώσω | θα ελαττώσουμε, |
θα ελαττωθώ | θα ελαττωθούμε | |
θα ελαττώσεις | θα ελαττώσετε | θα ελαττωθείς | θα ελαττωθείτε | ||
θα ελαττώσει | θα ελαττώσουν | θα ελαττωθεί | θα ελαττωθούν(ε) | ||
Fut Perf |
|||||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να ελαττώνω | να ελαττώνουμε, |
να ελαττώνομαι | να ελαττωνόμαστε |
να ελαττώνεις | να ελαττώνετε | να ελαττώνεσαι | να ελαττώνεστε, |
||
να ελαττώνει | να ελαττώνουν(ε) | να ελαττώνεται | να ελαττώνονται | ||
Aorist | να ελαττώσω | να ελαττώσουμε, |
να ελαττωθώ | να ελαττωθούμε | |
να ελαττώσεις | να ελαττώσετε | να ελαττωθείς | να ελαττωθείτε | ||
να ελαττώσει | να ελαττώσουν(ε) | να ελαττωθεί | να ελαττωθούν(ε) | ||
Perf | |||||
να έχεις ελαττώσει να έχεις ελαττωμένο |
να έχετε ελαττώσει να έχετε ελαττωμένο |
να έχεις ελαττωθεί να είσαι ελαττωμένος, -η |
να έχετε ελαττωθεί να είστε ελαττωμένοι, -ες |
||
να έχει ελαττώσει να έχει ελαττωμένο |
να έχουν ελαττώσει να έχουν ελαττωμένο |
να έχει ελαττωθεί |
να έχουν ελαττωθεί |
||
Imper ative |
Pres | ελάττωνε | ελαττώνετε | ελαττώνεστε | |
Aorist | ελάττωσε | ελαττώστε, ελαττώσετε | ελαττώσου | ελαττωθείτε | |
Part iciple |
Pres | ελαττώνοντας | |||
Perf | έχοντας ελαττώσει, |
ελαττωμένος, -η, -ο | ελαττωμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ελαττώσει | ελαττωθεί |