[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΕΛΕΥΘΕΡΩΝΩ
I free
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
ελευθερώνω ελευθερώνουμε, ελευθερώνομε ελευθερώνομαι ελευθερωνόμαστε
ελευθερώνεις ελευθερώνετε ελευθερώνεσαι ελευθερώνεστε, ελευθερωνόσαστε
ελευθερώνει ελευθερώνουν(ε) ελευθερώνεται ελευθερώνονται
Imper
fect
ελευθέρωνα ελευθερώναμε ελευθερωνόμουν(α) ελευθερωνόμαστε, ελευθερωνόμασταν
ελευθέρωνες ελευθερώνατε ελευθερωνόσουν(α) ελευθερωνόσαστε, ελευθερωνόσασταν
ελευθέρωνε ελευθέρωναν, ελευθερώναν(ε) ελευθερωνόταν(ε) ελευθερώνονταν, ελευθερωνόντανε, ελευθερωνόντουσαν
Aorist ελευθέρωσα ελευθερώσαμε ελευθερώθηκα ελευθερωθήκαμε
ελευθέρωσες ελευθερώσατε ελευθερώθηκες ελευθερωθήκατε
ελευθέρωσε ελευθέρωσαν, ελευθερώσαν(ε) ελευθερώθηκε ελευθερώθηκαν, ελευθερωθήκαν(ε)
Per
fect
έχω ελευθερώσει
έχω ελευθερωμένο
έχουμε ελευθερώσει
έχουμε ελευθερωμένο
έχω ελευθερωθεί
είμαι ελευθερωμένος, -η
έχουμε ελευθερωθεί
είμαστε ελευθερωμένοι, -ες
έχεις ελευθερώσει
έχεις ελευθερωμένο
έχετε ελευθερώσει
έχετε ελευθερωμένο
έχεις ελευθερωθεί
είσαι ελευθερωμένος, -η
έχετε ελευθερωθεί
είστε ελευθερωμένοι, -ες
έχει ελευθερώσει
έχει ελευθερωμένο
έχουν ελευθερώσει
έχουν ελευθερωμένο
έχει ελευθερωθεί
είναι ελευθερωμένος, -η, -ο
έχουν ελευθερωθεί
είναι ελευθερωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα ελευθερώσει
είχα ελευθερωμένο
είχαμε ελευθερώσει
είχαμε ελευθερωμένο
είχα ελευθερωθεί
ήμουν ελευθερωμένος, -η
είχαμε ελευθερωθεί
ήμαστε ελευθερωμένοι, -ες
είχες ελευθερώσει
είχες ελευθερωμένο
είχατε ελευθερώσει
είχατε ελευθερωμένο
είχες ελευθερωθεί
ήσουν ελευθερωμένος, -η
είχατε ελευθερωθεί
ήσαστε ελευθερωμένοι, -ες
είχε ελευθερώσει
είχε ελευθερωμένο
είχαν ελευθερώσει
είχαν ελευθερωμένο
είχε ελευθερωθεί
ήταν ελευθερωμένος, -η, -ο
είχαν ελευθερωθεί
ήταν ελευθερωμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα ελευθερώνω θα ελευθερώνουμε, θα ελευθερώνομε θα ελευθερώνομαι θα ελευθερωνόμαστε
θα ελευθερώνεις θα ελευθερώνετε θα ελευθερώνεσαι θα ελευθερώνεστε, θα ελευθερωνόσαστε
θα ελευθερώνει θα ελευθερώνουν(ε) θα ελευθερώνεται θα ελευθερώνονται
Simp
Fut
θα ελευθερώσω θα ελευθερώσουμε, θα ελευθερώσομε θα ελευθερωθώ θα ελευθερωθούμε
θα ελευθερώσεις θα ελευθερώσετε θα ελευθερωθείς θα ελευθερωθείτε
θα ελευθερώσει θα ελευθερώσουν θα ελευθερωθεί θα ελευθερωθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω ελευθερώσει
θα έχω ελευθερωμένο
θα έχουμε ελευθερώσει
θα έχουμε ελευθερωμένο
θα έχω ελευθερωθεί
θα είμαι ελευθερωμένος, -η
θα έχουμε ελευθερωθεί
θα είμαστε ελευθερωμένοι, -ες
θα έχεις ελευθερώσει
θα έχεις ελευθερωμένο
θα έχετε ελευθερώσει
θα έχετε ελευθερωμένο
θα έχεις ελευθερωθεί
θα είσαι ελευθερωμένος, -η
θα έχετε ελευθερωθεί
θα είστε ελευθερωμένοι, -ες
θα έχει ελευθερώσει
θα έχει ελευθερωμένο
θα έχουν ελευθερώσει
θα έχουν ελευθερωμένο
θα έχει ελευθερωθεί
θα είναι ελευθερωμένος, -η, -ο
θα έχουν ελευθερωθεί
θα είναι ελευθερωμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να ελευθερώνω να ελευθερώνουμε, να ελευθερώνομε να ελευθερώνομαι να ελευθερωνόμαστε
να ελευθερώνεις να ελευθερώνετε να ελευθερώνεσαι να ελευθερώνεστε, να ελευθερωνόσαστε
να ελευθερώνει να ελευθερώνουν(ε) να ελευθερώνεται να ελευθερώνονται
Aorist να ελευθερώσω να ελευθερώσουμε, να ελευθερώσομε να ελευθερωθώ να ελευθερωθούμε
να ελευθερώσεις να ελευθερώσετε να ελευθερωθείς να ελευθερωθείτε
να ελευθερώσει να ελευθερώσουν(ε) να ελευθερωθεί να ελευθερωθούν(ε)
Perf να έχω ελευθερώσει
να έχω ελευθερωμένο
να έχουμε ελευθερώσει
να έχουμε ελευθερωμένο
να έχω ελευθερωθεί
να είμαι ελευθερωμένος, -η
να έχουμε ελευθερωθεί
να είμαστε ελευθερωμένοι, -ες
να έχεις ελευθερώσει
να έχεις ελευθερωμένο
να έχετε ελευθερώσει
να έχετε ελευθερωμένο
να έχεις ελευθερωθεί
να είσαι ελευθερωμένος, -η
να έχετε ελευθερωθεί
να είστε ελευθερωμένοι, -ες
να έχει ελευθερώσει
να έχει ελευθερωμένο
να έχουν ελευθερώσει
να έχουν ελευθερωμένο
να έχει ελευθερωθεί
να είναι ελευθερωμένος, -η, -ο
να έχουν ελευθερωθεί
να είναι ελευθερωμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres ελευθέρωνε ελευθερώνετε ελευθερώνεστε
Aorist ελευθέρωσε ελευθερώστε, ελευθερώσετε ελευθερώσου ελευθερωθείτε
Part
iciple
Pres ελευθερώνοντας
Perf έχοντας ελευθερώσει, έχοντας ελευθερωμένο ελευθερωμένος, -η, -ο ελευθερωμένοι, -ες, -α
Infin Aorist ελευθερώσει ελευθερωθεί