ΣΥΝΔΕΩ I connect |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
συνδέω, δένω | συνδέουμε, συνδέομε | συνδέομαι | συνδεόμαστε |
συνδέεις | συνδέετε | συνδέεσαι | συνδέεστε, συνδεόσαστε | ||
συνδέει | συνδέουν(ε) | συνδέεται | συνδέονται | ||
Imper fect |
συνέδεα | συνδέαμε | συνδεόμουν(α) | συνδεόμαστε | |
συνέδεες | συνδέατε | συνδεόσουν(α) | συνδεόσαστε | ||
συνέδεε | συνέδεαν, συνδέαν(ε) | συνδεόταν(ε) | συνδέονταν | ||
Aorist | συνέδεσα, σύνδεσα | συνδέσαμε | συνδέθηκα | συνδεθήκαμε | |
συνέδεσες, σύνδεσες | συνδέσατε | συνδέθηκες | συνδεθήκατε | ||
συνέδεσε, σύνδεσε | συνέδεσαν, συνδέσαν(ε) | συνδέθηκε | συνδέθηκαν, συνδεθήκαν(ε) | ||
Per fect |
|||||
Plu per fect |
|||||
Fut ure Cont inuous |
θα συνδέω | θα συνδέουμε, θα συνδέομε | θα συνδέομαι | θα συνδεόμαστε | |
θα συνδέεις | θα συνδέετε | θα συνδέεσαι | θα συνδέεστε |
||
θα συνδέει | θα συνδέουν(ε) | θα συνδέεται | θα συνδέονται | ||
Simp Fut |
θα συνδέσω | θα συνδέσουμε, θα συνδέσομε | θα συνδεθώ | θα συνδεθούμε | |
θα συνδέσεις | θα συνδέσετε | θα συνδεθείς | θα συνδεθείτε | ||
θα συνδέσει | θα συνδέσουν(ε) | θα συνδεθεί | θα συνδεθούν(ε) | ||
Fut Perf |
|||||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να συνδέω | να συνδέουμε, |
να συνδέομαι | να συνδεόμαστε |
να συνδέεις | να συνδέετε | να συνδέεσαι | να συνδέεστε, |
||
να συνδέει | να συνδέουν(ε) | να συνδέεται | να συνδέονται | ||
Aorist | να συνδέσω | να συνδέσουμε, |
να συνδεθώ | να συνδεθούμε | |
να συνδέσεις | να συνδέσετε | να συνδεθείς | να συνδεθείτε | ||
να συνδέσει | να συνδέσουν(ε) | να συνδεθεί | να συνδεθούν(ε) | ||
Perf | |||||
να έχεις συνδέσει να έχεις συνδεμένο |
να έχετε συνδέσει να έχετε συνδεμένο |
να έχεις συνδεθεί να είσαι συνδεμένος, -η |
να έχετε συνδεθεί να είστε συνδεμένοι, -ες |
||
να έχει συνδέσει να έχει συνδεμένο |
να έχουν συνδέσει να έχουν συνδεμένο |
να έχει συνδεθεί να είναι συνδεμένος, -η, -ο |
να έχουν συνδεθεί να είναι συνδεμένοι, -ες, -α |
||
Imper ative |
Pres | σύνδεε | συνδέετε | συνδέεστε | |
Aorist | σύνδεσε | συνδέσετε, συνδέστε | συνδέσου | συνδεθείτε | |
Part iciple |
Pres | συνδέοντας | |||
Perf | έχοντας συνδέσει, |
συνδεμένος, -η, -ο | συνδεμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | συνδέσει | συνδεθεί |