| ΑΠΟΣΥΝΔΕΥΩ I disconnect |
Active | Passive | |||
|---|---|---|---|---|---|
| Singular | Plural | Singular | Plural | ||
| I N D I C A T I V E |
Pres ent |
αποσυνδέω | αποσυνδέουμε, αποσυνδέομε | αποσυνδέομαι | αποσυνδεόμαστε |
| αποσυνδέεις | αποσυνδέετε | αποσυνδέεσαι | αποσυνδέεστε, αποσυνδεόσαστε | ||
| αποσυνδέει | αποσυνδέουν(ε) | αποσυνδέεται | αποσυνδέονται | ||
| Imper fect |
αποσύνδεα | αποσυνδέαμε | αποσυνδεόμουν(α) | αποσυνδεόμαστε | |
| αποσύνδεες | αποσυνδέατε | αποσυνδεόσουν(α) | αποσυνδεόσαστε | ||
| αποσύνδεε | αποσυνέδεαν, αποσυνδέαν(ε) | αποσυνδεόταν(ε) | αποσυνδέονταν | ||
| Aorist | αποσύνδεσα | αποσυνδέσαμε | αποσυνδέθηκα | αποσυνδεθήκαμε | |
| αποσύνδεσες | αποσυνδέσατε | αποσυνδέθηκες | αποσυνδεθήκατε | ||
| αποσύνδεσε | αποσύνδεσαν, αποσυνδέσαν(ε) | αποσυνδέθηκε | αποσυνδέθηκαν, αποσυνδεθήκαν(ε) | ||
| Per fect |
|||||
| Plu per fect |
|||||
| Fut ure Cont inuous |
θα αποσυνδέω | θα αποσυνδέουμε, θα αποσυνδέομε | θα αποσυνδέομαι | θα αποσυνδεόμαστε | |
| θα αποσυνδέεις | θα αποσυνδέετε | θα αποσυνδέεσαι | θα αποσυνδέεστε |
||
| θα αποσυνδέει | θα αποσυνδέουν(ε) | θα αποσυνδέεται | θα αποσυνδέονται | ||
| Simp Fut |
θα αποσυνδέσω | θα αποσυνδέσουμε, θα αποσυνδέσομε | θα αποσυνδεθώ | θα αποσυνδεθούμε | |
| θα αποσυνδέσεις | θα αποσυνδέσετε | θα αποσυνδεθείς | θα αποσυνδεθείτε | ||
| θα αποσυνδέσει | θα αποσυνδέσουν(ε) | θα αποσυνδεθεί | θα αποσυνδεθούν(ε) | ||
| Fut Perf |
|||||
| S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να αποσυνδέω | να αποσυνδέουμε, |
να αποσυνδέομαι | να αποσυνδεόμαστε |
| να αποσυνδέεις | να αποσυνδέετε | να αποσυνδέεσαι | να αποσυνδέεστε, |
||
| να αποσυνδέει | να αποσυνδέουν(ε) | να αποσυνδέεται | να αποσυνδέονται | ||
| Aorist | να αποσυνδέσω | να αποσυνδέσουμε, |
να αποσυνδεθώ | να αποσυνδεθούμε | |
| να αποσυνδέσεις | να αποσυνδέσετε | να αποσυνδεθείς | να αποσυνδεθείτε | ||
| να αποσυνδέσει | να αποσυνδέσουν(ε) | να αποσυνδεθεί | να αποσυνδεθούν(ε) | ||
| Perf | |||||
| να έχεις αποσυνδέσει να έχεις αποσυνδεμένο |
να έχετε αποσυνδέσει να έχετε αποσυνδεμένο |
να έχεις αποσυνδεθεί να είσαι αποσυνδεμένος, -η |
να έχετε αποσυνδεθεί να είστε αποσυνδεμένοι, -ες |
||
| να έχει αποσυνδέσει να έχει αποσυνδεμένο |
να έχουν αποσυνδέσει να έχουν αποσυνδεμένο |
να έχει αποσυνδεθεί να είναι αποσυνδεμένος, -η, -ο |
να έχουν αποσυνδεθεί να είναι αποσυνδεμένοι, -ες, -α |
||
| Imper ative |
Pres | αποσύνδεε | αποσυνδέετε | αποσυνδέεστε | |
| Aorist | αποσύνδεσε | αποσυνδέσετε, αποσυνδέστε | αποσυνδέσου | αποσυνδεθείτε | |
| Part iciple |
Pres | αποσυνδέοντας | |||
| Perf | έχοντας αποσυνδέσει, |
αποσυνδεμένος, -η, -ο | αποσυνδεμένοι, -ες, -α | ||
| Infin | Aorist | αποσυνδέσει | αποσυνδεθεί | ||