ΣΥΝΔΥΑΖΩ I join |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
συνδυάζω | συνδυάζουμε, συνδυάζομε | συνδυάζομαι | συνδυαζόμαστε |
συνδυάζεις | συνδυάζετε | συνδυάζεσαι | συνδυάζεστε, συνδυαζόσαστε | ||
συνδυάζει | συνδυάζουν(ε) | συνδυάζεται | συνδυάζονται | ||
Imper fect |
συνδύαζα | συνδυάζαμε | συνδυαζόμουν(α) | συνδυαζόμαστε, συνδυαζόμασταν | |
συνδύαζες | συνδυάζατε | συνδυαζόσουν(α) | συνδυαζόσαστε, συνδυαζόσασταν | ||
συνδύαζε | συνδύαζαν, συνδυάζαν(ε) | συνδυαζόταν(ε) | συνδυάζονταν, συνδυαζόντανε, συνδυαζόντουσαν | ||
Aorist | συνδύασα | συνδυάσαμε | συνδυάστηκα | συνδυαστήκαμε | |
συνδύασες | συνδυάσατε | συνδυάστηκες | συνδυαστήκατε | ||
συνδύασε | συνδύασαν, συνδυάσαν(ε) | συνδυάστηκε | συνδυάστηκαν, συνδυαστήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω συνδυάσει |
έχουμε συνδυάσει |
έχω συνδυαστεί |
έχουμε συνδυαστεί |
|
έχεις συνδυάσει |
έχετε συνδυάσει |
έχεις συνδυαστεί |
έχετε συνδυαστεί |
||
έχει συνδυάσει |
έχουν συνδυάσει |
έχει συνδυαστεί |
έχουν συνδυαστεί |
||
Plu per fect |
είχα συνδυάσει είχα συνδυασμένο |
είχαμε συνδυάσει είχαμε παρουσισμένο |
είχα συνδυαστεί ήμουν συνδυασμένος, -η |
είχαμε συνδυαστεί ήμαστε συνδυασμένοι, -ες |
|
είχες συνδυάσει είχες συνδυασμένο |
είχατε συνδυάσει είχατε συνδυασμένο |
είχες συνδυαστεί ήσουν συνδυασμένος, -η |
είχατε συνδυαστεί ήσαστε συνδυασμένοι, -ες |
||
είχε συνδυάσει είχε συνδυασμένο |
είχαν συνδυάσει είχαν συνδυασμένο |
είχε συνδυαστεί ήταν συνδυασμένος, -η, -ο |
είχαν συνδυαστεί ήταν συνδυασμένοι, -ες, -α |
||
Fut ure Cont inuous |
θα συνδυάζω | θα συνδυάζουμε, |
θα συνδυάζομαι | θα συνδυαζόμαστε | |
θα συνδυάζεις | θα συνδυάζετε | θα συνδυάζεσαι | θα συνδυάζεστε, |
||
θα συνδυάζει | θα συνδυάζουν(ε) | θα συνδυάζεται | θα συνδυάζονται | ||
Simp Fut |
θα συνδυάσω | θα συνδυάσουμε, |
θα συνδυαστώ | θα συνδυαστούμε | |
θα συνδυάσεις | θα συνδυάσετε | θα συνδυαστείς | θα συνδυαστείτε | ||
θα συνδυάσει | θα συνδυάσουν(ε) | θα συνδυαστεί | θα συνδυαστούν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω συνδυάσει θα έχω συνδυασμένο |
θα έχουμε συνδυάσει θα έχουμε συνδυασμένο |
θα έχω συνδυαστεί θα είμαι συνδυασμένος, -η |
θα έχουμε συνδυαστεί |
|
θα έχεις συνδυάσει θα έχεις συνδυασμένο |
θα έχετε συνδυάσει θα έχετε συνδυασμένο |
θα έχεις συνδυαστεί θα είσαι συνδυασμένος, -η |
θα έχετε συνδυαστεί θα είστε συνδυασμένοι, -ες |
||
θα έχει συνδυάσει θα έχει συνδυασμένο |
θα έχουν συνδυάσει θα έχουν συνδυασμένο |
θα έχει συνδυαστεί θα είναι συνδυασμένος, -η, -ο |
θα έχουν συνδυαστεί θα είναι συνδυασμένοι, -ες, -α |
||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να συνδυάζω | να συνδυάζουμε, |
να συνδυάζομαι | να συνδυαζόμαστε |
να συνδυάζεις | να συνδυάζετε | να συνδυάζεσαι | να συνδυάζεστε, |
||
να συνδυάζει | να συνδυάζουν(ε) | να συνδυάζεται | να συνδυάζονται | ||
Aorist | να συνδυάσω | να συνδυάσουμε, |
να συνδυαστώ | να συνδυαστούμε | |
να συνδυάσεις | να συνδυάσετε | να συνδυαστείς | να συνδυαστείτε | ||
να συνδυάσει | να συνδυάσουν(ε) | να συνδυαστεί | να συνδυαστούν(ε) | ||
Perf | να έχω συνδυάσει να έχω συνδυασμένο |
να έχουμε συνδυάσει |
να έχω συνδυαστεί |
να έχουμε συνδυαστεί |
|
να έχεις συνδυάσει |
να έχετε συνδυάσει να έχετε συνδυασμένο |
να έχεις συνδυαστεί να είσαι συνδυασμένος, -η |
να έχετε συνδυαστεί να είστε συνδυασμένοι, -ες |
||
να έχει συνδυάσει να έχει συνδυασμένο |
να έχουν συνδυάσει να έχουν συνδυασμένο |
να έχει συνδυαστεί |
να έχουν συνδυαστεί |
||
Imper ative |
Pres | συνδύαζε | συνδυάζετε | συνδυάζεστε | |
Aorist | συνδύασε | συνδυάστε | συνδυάσου | συνδυαστείτε | |
Part iciple |
Pres | συνδυάζοντας | συνδυαζόμενος | ||
Perf | έχοντας συνδυάσει, |
συνδυασμένος, -η, -ο | συνδυασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | συνδυάσει | συνδυαστεί |