ΣΥΜΒΙΒΑΖΩ I reconcile |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
συμβιβάζω | συμβιβάζουμε, συμβιβάζομε | συμβιβάζομαι | συμβιβαζόμαστε |
συμβιβάζεις | συμβιβάζετε | συμβιβάζεσαι | συμβιβάζεστε, συμβιβαζόσαστε | ||
συμβιβάζει | συμβιβάζουν(ε) | συμβιβάζεται | συμβιβάζονται | ||
Imper fect |
συμβίβαζα | συμβιβάζαμε | συμβιβαζόμουν(α) | συμβιβαζόμαστε, συμβιβαζόμασταν | |
συμβίβαζες | συμβιβάζατε | συμβιβαζόσουν(α) | συμβιβαζόσαστε, συμβιβαζόσασταν | ||
συμβίβαζε | συμβίβαζαν, συμβιβάζαν(ε) | συμβιβαζόταν(ε) | συμβιβάζονταν, συμβιβαζόντανε, συμβιβαζόντουσαν | ||
Aorist | συμβίβασα | συμβιβάσαμε | συμβιβάστηκα | συμβιβαστήκαμε | |
συμβίβασες | συμβιβάσατε | συμβιβάστηκες | συμβιβαστήκατε | ||
συμβίβασε | συμβίβασαν, συμβιβάσαν(ε) | συμβιβάστηκε | συμβιβάστηκαν, συμβιβαστήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω συμβιβάσει |
έχουμε συμβιβάσει |
έχω συμβιβαστεί |
έχουμε συμβιβαστεί |
|
έχεις συμβιβάσει |
έχετε συμβιβάσει |
έχεις συμβιβαστεί |
έχετε συμβιβαστεί |
||
έχει συμβιβάσει |
έχουν συμβιβάσει |
έχει συμβιβαστεί |
έχουν συμβιβαστεί |
||
Plu per fect |
είχα συμβιβάσει είχα συμβιβασμένο |
είχαμε συμβιβάσει είχαμε παρουσισμένο |
είχα συμβιβαστεί ήμουν συμβιβασμένος, -η |
είχαμε συμβιβαστεί ήμαστε συμβιβασμένοι, -ες |
|
είχες συμβιβάσει είχες συμβιβασμένο |
είχατε συμβιβάσει είχατε συμβιβασμένο |
είχες συμβιβαστεί ήσουν συμβιβασμένος, -η |
είχατε συμβιβαστεί ήσαστε συμβιβασμένοι, -ες |
||
είχε συμβιβάσει είχε συμβιβασμένο |
είχαν συμβιβάσει είχαν συμβιβασμένο |
είχε συμβιβαστεί ήταν συμβιβασμένος, -η, -ο |
είχαν συμβιβαστεί ήταν συμβιβασμένοι, -ες, -α |
||
Fut ure Cont inuous |
θα συμβιβάζω | θα συμβιβάζουμε, |
θα συμβιβάζομαι | θα συμβιβαζόμαστε | |
θα συμβιβάζεις | θα συμβιβάζετε | θα συμβιβάζεσαι | θα συμβιβάζεστε, |
||
θα συμβιβάζει | θα συμβιβάζουν(ε) | θα συμβιβάζεται | θα συμβιβάζονται | ||
Simp Fut |
θα συμβιβάσω | θα συμβιβάσουμε, |
θα συμβιβαστώ | θα συμβιβαστούμε | |
θα συμβιβάσεις | θα συμβιβάσετε | θα συμβιβαστείς | θα συμβιβαστείτε | ||
θα συμβιβάσει | θα συμβιβάσουν(ε) | θα συμβιβαστεί | θα συμβιβαστούν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω συμβιβάσει θα έχω συμβιβασμένο |
θα έχουμε συμβιβάσει θα έχουμε συμβιβασμένο |
θα έχω συμβιβαστεί θα είμαι συμβιβασμένος, -η |
θα έχουμε συμβιβαστεί |
|
θα έχεις συμβιβάσει θα έχεις συμβιβασμένο |
θα έχετε συμβιβάσει θα έχετε συμβιβασμένο |
θα έχεις συμβιβαστεί θα είσαι συμβιβασμένος, -η |
θα έχετε συμβιβαστεί θα είστε συμβιβασμένοι, -ες |
||
θα έχει συμβιβάσει θα έχει συμβιβασμένο |
θα έχουν συμβιβάσει θα έχουν συμβιβασμένο |
θα έχει συμβιβαστεί θα είναι συμβιβασμένος, -η, -ο |
θα έχουν συμβιβαστεί θα είναι συμβιβασμένοι, -ες, -α |
||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να συμβιβάζω | να συμβιβάζουμε, |
να συμβιβάζομαι | να συμβιβαζόμαστε |
να συμβιβάζεις | να συμβιβάζετε | να συμβιβάζεσαι | να συμβιβάζεστε, |
||
να συμβιβάζει | να συμβιβάζουν(ε) | να συμβιβάζεται | να συμβιβάζονται | ||
Aorist | να συμβιβάσω | να συμβιβάσουμε, |
να συμβιβαστώ | να συμβιβαστούμε | |
να συμβιβάσεις | να συμβιβάσετε | να συμβιβαστείς | να συμβιβαστείτε | ||
να συμβιβάσει | να συμβιβάσουν(ε) | να συμβιβαστεί | να συμβιβαστούν(ε) | ||
Perf | να έχω συμβιβάσει να έχω συμβιβασμένο |
να έχουμε συμβιβάσει |
να έχω συμβιβαστεί |
να έχουμε συμβιβαστεί |
|
να έχεις συμβιβάσει |
να έχετε συμβιβάσει να έχετε συμβιβασμένο |
να έχεις συμβιβαστεί να είσαι συμβιβασμένος, -η |
να έχετε συμβιβαστεί να είστε συμβιβασμένοι, -ες |
||
να έχει συμβιβάσει να έχει συμβιβασμένο |
να έχουν συμβιβάσει να έχουν συμβιβασμένο |
να έχει συμβιβαστεί |
να έχουν συμβιβαστεί |
||
Imper ative |
Pres | συμβίβαζε | συμβιβάζετε | συμβιβάζεστε | |
Aorist | συμβίβασε | συμβιβάστε | συμβιβάσου | συμβιβαστείτε | |
Part iciple |
Pres | συμβιβάζοντας | συμβιβαζόμενος | ||
Perf | έχοντας συμβιβάσει, |
συμβιβασμένος, -η, -ο | συμβιβασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | συμβιβάσει | συμβιβαστεί |