ΖΗΛΕΥΩ
I envy
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
ζηλεύω ζηλεύουμε, ζηλεύομε
ζηλεύεις ζηλεύετε
ζηλεύει ζηλεύουν(ε)
Imper
fect
ζήλευα ζηλεύαμε
ζήλευες ζηλεύατε
ζήλευε ζήλευαν, ζηλεύαν(ε)
Aorist ζήλεψα ζηλέψαμε
ζήλεψες ζηλέψατε
ζήλεψε ζήλεψαν, ζηλέψαν(ε)
Per
fect
έχω ζηλέψει έχουμε ζηλέψει
έχεις ζηλέψει έχετε ζηλέψει
έχει ζηλέψει έχουν ζηλέψει
Plu
per
fect
είχα ζηλέψει είχαμε ζηλέψει
είχες ζηλέψει είχατε ζηλέψει
είχε ζηλέψει είχαν ζηλέψει
Fut
ure
Cont
inuous
θα ζηλεύω θα ζηλεύουμε, θα ζηλεύομε
θα ζηλεύεις θα ζηλεύετε
θα ζηλεύει θα ζηλεύουν(ε)
Simp
Fut
θα ζηλέψω θα ζηλέψουμε, θα ζηλέψομε
θα ζηλέψεις θα ζηλέψετε
θα ζηλέψει θα ζηλέψουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω ζηλέψει θα έχουμε ζηλέψει
θα έχεις ζηλέψει θα έχετε ζηλέψει
θα έχει ζηλέψει θα έχουν ζηλέψει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να ζηλεύω να ζηλεύουμε, να ζηλεύομε
να ζηλεύεις να ζηλεύετε
να ζηλεύει να ζηλεύουν(ε)
Aorist να ζηλέψω να ζηλέψουμε, να ζηλέψομε
να ζηλέψεις να ζηλέψετε
να ζηλέψει να ζηλέψουν(ε)
Perf να έχω ζηλέψει να έχουμε ζηλέψει
να έχεις ζηλέψει να έχετε ζηλέψει
να έχει ζηλέψει να έχουν ζηλέψει
Imper
ative
Pres ζήλευε ζηλεύετε
Aorist ζήλεψε ζηλέψτε, ζηλεύτε
Part
iciple
Pres ζηλεύοντας
Perf έχοντας ζηλέψει
Infin Aorist ζηλέψει