ΧΡΩΜΑΤ…
I color
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
χρωματίζω χρωματίζουμε, χρωματίζομε χρωματίζομαι χρωματιζόμαστε
χρωματίζεις χρωματίζετε χρωματίζεσαι χρωματίζεστε, χρωματιζόσαστε
χρωματίζει χρωματίζουν(ε) χρωματίζεται χρωματίζονται
Imper
fect
χρωμάτιζα χρωματίζαμε χρωματιζόμουν(α) χρωματιζόμαστε, χρωματιζόμασταν
χρωμάτιζες χρωματίζατε χρωματιζόσουν(α) χρωματιζόσαστε, χρωματιζόσασταν
χρωμάτιζε χρωμάτιζαν, χρωματίζαν(ε) χρωματιζόταν(ε) χρωματίζονταν, χρωματιζόντανε, χρωματιζόντουσαν
Aorist χρωμάτισα χρωματίσαμε χρωματίστηκα χρωματιστήκαμε
χρωμάτισες χρωματίσατε χρωματίστηκες χρωματιστήκατε
χρωμάτισε χρωμάτισαν, χρωματίσαν(ε) χρωματίστηκε χρωματίστηκαν, χρωματιστήκαν(ε)
Per
fect
έχω χρωματίσει
έχω χρωματισμένο
έχουμε χρωματίσει
έχουμε χρωματισμένο
έχω χρωματιστεί
είμαι χρωματισμένος, -η
έχουμε χρωματιστεί
είμαστε χρωματισμένοι, -ες
έχεις χρωματίσει
έχεις χρωματισμένο
έχετε χρωματίσει
έχετε χρωματισμένο
έχεις χρωματιστεί
είσαι χρωματισμένος, -η
έχετε χρωματιστεί
είστε χρωματισμένοι, -ες
έχει χρωματίσει
έχει χρωματισμένο
έχουν χρωματίσει
έχουν χρωματισμένο
έχει χρωματιστεί
είναι χρωματισμένος, -η, -ο
έχουν χρωματιστεί
είναι χρωματισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα χρωματίσει
είχα χρωματισμένο
είχαμε χρωματίσει
είχαμε χρωματισμένο
είχα χρωματιστεί
ήμουν χρωματισμένος, -η
είχαμε χρωματιστεί
ήμαστε χρωματισμένοι, -ες
είχες χρωματίσει
είχες χρωματισμένο
είχατε χρωματίσει
είχατε χρωματισμένο
είχες χρωματιστεί
ήσουν χρωματισμένος, -η
είχατε χρωματιστεί
ήσαστε χρωματισμένοι, -ες
είχε χρωματίσει
είχε χρωματισμένο
είχαν χρωματίσει
είχαν χρωματισμένο
είχε χρωματιστεί
ήταν χρωματισμένος, -η, -ο
είχαν χρωματιστεί
ήταν χρωματισμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα χρωματίζω θα χρωματίζουμε, θα χρωματίζομε θα χρωματίζομαι θα χρωματιζόμαστε
θα χρωματίζεις θα χρωματίζετε θα χρωματίζεσαι θα χρωματίζεστε, θα χρωματιζόσαστε
θα χρωματίζει θα χρωματίζουν(ε) θα χρωματίζεται θα χρωματίζονται
Simp
Fut
θα χρωματίσω θα χρωματίσουμε, θα χρωματίζομε θα χρωματιστώ θα χρωματιστούμε
θα χρωματίσεις θα χρωματίσετε θα χρωματιστείς θα χρωματιστείτε
θα χρωματίσει θα χρωματίσουν(ε) θα χρωματιστεί θα χρωματιστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω χρωματίσει
θα έχω χρωματισμένο
θα έχουμε χρωματίσει
θα έχουμε χρωματισμένο
θα έχω χρωματιστεί
θα είμαι χρωματισμένος, -η
θα έχουμε χρωματιστεί
θα είμαστε χρωματισμένοι, -ες
θα έχεις χρωματίσει
θα έχεις χρωματισμένο
θα έχετε χρωματίσει
θα έχετε χρωματισμένο
θα έχεις χρωματιστεί
θα είσαι χρωματισμένος, -η
θα έχετε χρωματιστεί
θα είστε χρωματισμένοι, -ες
θα έχει χρωματίσει
θα έχει χρωματισμένο
θα έχουν χρωματίσει
θα έχουν χρωματισμένο
θα έχει χρωματιστεί
θα είναι χρωματισμένος, -η, -ο
θα έχουν χρωματιστεί
θα είναι χρωματισμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να χρωματίζω να χρωματίζουμε, να χρωματίζομε να χρωματίζομαι να χρωματιζόμαστε
να χρωματίζεις να χρωματίζετε να χρωματίζεσαι να χρωματίζεστε, να χρωματιζόσαστε
να χρωματίζει να χρωματίζουν(ε) να χρωματίζεται να χρωματίζονται
Aorist να χρωματίσω να χρωματίσουμε, να χρωματίσομε να χρωματιστώ να χρωματιστούμε
να χρωματίσεις να χρωματίσετε να χρωματιστείς να χρωματιστείτε
να χρωματίσει να χρωματίσουν(ε) να χρωματιστεί να χρωματιστούν(ε)
Perf να έχω χρωματίσει
να έχω χρωματισμένο
να έχουμε χρωματίσει
να έχουμε χρωματισμένο
να έχω χρωματιστεί
να είμαι χρωματισμένος, -η
να έχουμε χρωματιστεί
να είμαστε χρωματισμένοι, -ες
να έχεις χρωματίσει
να έχεις χρωματισμένο
να έχετε χρωματίσει
να έχετε χρωματισμένο
να έχεις χρωματιστεί
να είσαι χρωματισμένος, -η
να έχετε χρωματιστεί
να είστε χρωματισμένοι, -ες
να έχει χρωματίσει
να έχει χρωματισμένο
να έχουν χρωματίσει
να έχουν χρωματισμένο
να έχει χρωματιστεί
να είναι χρωματισμένος, -η, -ο
να έχουν χρωματιστεί
να είναι χρωματισμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres χρωμάτιζε χρωματίζετε χρωματίζεστε
Aorist χρωμάτισε χρωματίστε χρωματίσου χρωματιστείτε
Part
iciple
Pres χρωματίζοντας χρωματιζόμενος
Perf έχοντας χρωματίσει, έχοντας χρωματισμένο χρωματισμένος, -η, -ο χρωματισμένοι, -ες, -α
Infin Aorist χρωματίσει χρωματιστεί