ΧΡΩΣΤΩ
I owe
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
χρωστάω, χρωστώ χρωστάμε, χρωστούμε
χρωστάς χρωστάτε
χρωστάει, χρωστά χρωστάν(ε), χρωστούν(ε)
Imper
fect
χρωστούσα, χρώσταγα χρωστούσαμε, χρωστάγαμε
χρωστούσες, χρώσταγες χρωστούσατε, χρωστάγατε
χρωστούσε, χρώσταγε χρωστούσαν(ε), χρώσταγαν, χρωστάγανε
Fut
ure
Cont
inuous
θα χρωστάω, θα χρωστώ θα χρωστάμε, θα χρωστούμε
θα χρωστάς θα χρωστάτε
θα χρωστάει, θα χρωστά θα χρωστάν(ε), θα χρωστούν(ε)
SUB
JUNC
TIVE
Pres
ent
να χρωστάω, να χρωστώ να χρωστάμε, να χρωστούμε
να χρωστάς να χρωστάτε
να χρωστάει, να χρωστά να χρωστάν(ε), να χρωστούν(ε)
Imper
ative
Pres χρώστα, χρώσταγε χρωστάτε
Part
iciple
Pres χρωστώντας