ΧΥΝΩ
I pour
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
χύνω, -χέω χύνουμε, χύνομε χύνομαι χυνόμαστε
χύνεις χύνετε χύνεσαι χύνεστε, χυνόσαστε
χύνει χύνουν(ε) χύνεται χύνονται
Imper
fect
έχυνα χύναμε χυνόμουν(α) χυνόμαστε, χυνόμασταν
έχυνες χύνατε χυνόσουν(α) χυνόσαστε, χυνόσασταν
έχυνε έχυναν, χύναν(ε) χυνόταν(ε) χύνονταν, χυνόντανε, χυνόντουσαν
Aorist έχυσα χύσαμε χύθηκα χυθήκαμε
έχυσες χύσατε χύθηκες χυθήκατε
έχυσε έχυσαν, χύσαν(ε) χύθηκε χύθηκαν, χυθήκαν(ε)
Per
fect
έχω χύσει
έχω χυμένο
έχουμε χύσει
έχουμε χυμένο
έχω χυθεί
είμαι χυμένος, -η
έχουμε χυθεί
είμαστε χυμένοι, -ες
έχεις χύσει
έχεις χυμένο
έχετε χύσει
έχετε χυμένο
έχεις χυθεί
είσαι χυμένος, -η
έχετε χυθεί
είστε χυμένοι, -ες
έχει χύσει
έχει χυμένο
έχουν χύσει
έχουν χυμένο
έχει χυθεί
είναι χυμένος, -η, -ο
έχουν χυθεί
είναι χυμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα χύσει
είχα χυμένο
είχαμε χύσει
είχαμε χυμένο
είχα χυθεί
ήμουν χυμένος, -η
είχαμε χυθεί
ήμαστε χυμένοι, -ες
είχες χύσει
είχες χυμένο
είχατε χύσει
είχατε χυμένο
είχες χυθεί
ήσουν χυμένος, -η
είχατε χυθεί
ήσαστε χυμένοι, -ες
είχε χύσει
είχε χυμένο
είχαν χύσει
είχαν χυμένο
είχε χυθεί
ήταν χυμένος, -η, -ο
είχαν χυθεί
ήταν χυμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα χύνω θα χύνουμε θα χύνομαι θα χυνόμαστε
θα χύνεις θα χύνετε θα χύνεσαι θα χύνεστε, θα χυνόσαστε
θα χύνει θα χύνουν θα χύνεται θα χύνονται
Simp
Fut
θα χύσω θα χύσουμε θα χυθώ θα χυθούμε
θα χύσεις θα χύσετε θα χυθείς θα χυθείτε
θα χύσει θα χύσουν θα χυθεί θα χυθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω χύσει
θα έχω χυμένο
θα έχουμε χύσει
θα έχουμε χυμένο
θα έχω χυθεί
θα είμαι χυμένος, -η
θα έχουμε χυθεί
θα είμαστε χυμένοι, -ες
θα έχεις χύσει
θα έχεις χυμένο
θα έχετε χύσει
θα έχετε χυμένο
θα έχεις χυθεί
θα είσαι χυμένος, -η
θα έχετε χυθεί
θα είστε χυμένοι, -ες
θα έχει χύσει
θα έχει χυμένο
θα έχουν χύσει
θα έχουν χυμένο
θα έχει χυθεί
θα είναι χυμένος, -η, -ο
θα έχουν χυθεί
θα είναι χυμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να χύνω να χύνουμε να χύνομαι να χυνόμαστε
να χύνεις να χύνετε να χύνεσαι να χύνεστε, να χυνόσαστε
να χύνει να χύνουν να χύνεται να χύνονται
Aorist να χύσω να χύσουμε να χυθώ να χυθούμε
να χύσεις να χύσετε να χυθείς να χυθείτε
να χύσει να χύσουν να χυθεί να χυθούν(ε)
Perf να έχω χύσει
να έχω χυμένο
να έχουμε χύσει
να έχουμε χυμένο
να έχω χυθεί
να είμαι χυμένος, -η
να έχουμε χυθεί
να είμαστε χυμένοι, -ες
να έχεις χύσει
να έχεις χυμένο
να έχετε χύσει
να έχετε χυμένο
να έχεις χυθεί
να είσαι χυμένος, -η
να έχετε χυθεί
να είστε χυμένοι, -ες
να έχει χύσει
να έχει χυμένο
να έχουν χύσει
να έχουν χυμένο
να έχει χυθεί
να είναι χυμένος, -η, -ο
να έχουν χυθεί
να είναι χυμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres χύνε χύνετε χύνεστε
Aorist χύσε χύσετε, χύστε χύσου χυθείτε
Part
iciple
Pres χύνοντας
Perf έχοντας χύσει, έχοντας χυμένο χυμένος, -η, -ο χυμένοι, -ες, -α
Infin Aorist χύσει χυθεί