ΧΩΝΩ
I stuff
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
χώνω χώνουμε, χώνομε χώνομαι χωνόμαστε
χώνεις χώνετε χώνεσαι χώνεστε, χωνόσαστε
χώνει χώνουν(ε) χώνεται χώνονται
Imper
fect
έχωνα χώναμε χωνόμουν(α) χωνόμαστε, χωνόμασταν
έχωνες χώνατε χωνόσουν(α) χωνόσαστε, χωνόσασταν
έχωνε έχωναν, χώναν(ε) χωνόταν(ε) χώνονταν, χωνόντανε, χωνόντουσαν
Aorist έχωσα χώσαμε χώθηκα χωθήκαμε
έχωσες χώσατε χώθηκες χωθήκατε
έχωσε έχωσαν, χώσαν(ε) χώθηκε χώθηκαν, χωθήκαν(ε)
Per
fect
έχω χώσει
έχω χωμένο
έχουμε χώσει
έχουμε χωμένο
έχω χωθεί
είμαι χωμένος, -η
έχουμε χωθεί
είμαστε χωμένοι, -ες
έχεις χώσει
έχεις χωμένο
έχετε χώσει
έχετε χωμένο
έχεις χωθεί
είσαι χωμένος, -η
έχετε χωθεί
είστε χωμένοι, -ες
έχει χώσει
έχει χωμένο
έχουν χώσει
έχουν χωμένο
έχει χωθεί
είναι χωμένος, -η, -ο
έχουν χωθεί
είναι χωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα χώσει
είχα χωμένο
είχαμε χώσει
είχαμε χωμένο
είχα χωθεί
ήμουν χωμένος, -η
είχαμε χωθεί
ήμαστε χωμένοι, -ες
είχες χώσει
είχες χωμένο
είχατε χώσει
είχατε χωμένο
είχες χωθεί
ήσουν χωμένος, -η
είχατε χωθεί
ήσαστε χωμένοι, -ες
είχε χώσει
είχε χωμένο
είχαν χώσει
είχαν χωμένο
είχε χωθεί
ήταν χωμένος, -η, -ο
είχαν χωθεί
ήταν χωμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα χώνω θα χώνουμε, θα χώνομε θα χώνομαι θα χωνόμαστε
θα χώνεις θα χώνετε θα χώνεσαι θα χώνεστε, θα χωνόσαστε
θα χώνει θα χώνουν(ε) θα χώνεται θα χώνονται
Simp
Fut
θα χώσω θα χώσουμε, θα χώσομε θα χωθώ θα χωθούμε
θα χώσεις θα χώσετε θα χωθείς θα χωθείτε
θα χώσει θα χώσουν θα χωθεί θα χωθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω χώσει
θα έχω χωμένο
θα έχουμε χώσει
θα έχουμε χωμένο
θα έχω χωθεί
θα είμαι χωμένος, -η
θα έχουμε χωθεί
θα είμαστε χωμένοι, -ες
θα έχεις χώσει
θα έχεις χωμένο
θα έχετε χώσει
θα έχετε χωμένο
θα έχεις χωθεί
θα είσαι χωμένος, -η
θα έχετε χωθεί
θα είστε χωμένοι, -ες
θα έχει χώσει
θα έχει χωμένο
θα έχουν χώσει
θα έχουν χωμένο
θα έχει χωθεί
θα είναι χωμένος, -η, -ο
θα έχουν χωθεί
θα είναι χωμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να χώνω να χώνουμε, να χώνομε να χώνομαι να χωνόμαστε
να χώνεις να χώνετε να χώνεσαι να χώνεστε, να χωνόσαστε
να χώνει να χώνουν(ε) να χώνεται να χώνονται
Aorist να χώσω να χώσουμε, να χώσομε να χωθώ να χωθούμε
να χώσεις να χώσετε να χωθείς να χωθείτε
να χώσει να χώσουν(ε) να χωθεί να χωθούν(ε)
Perf να έχω χώσει
να έχω χωμένο
να έχουμε χώσει
να έχουμε χωμένο
να έχω χωθεί
να είμαι χωμένος, -η
να έχουμε χωθεί
να είμαστε χωμένοι, -ες
να έχεις χώσει
να έχεις χωμένο
να έχετε χώσει
να έχετε χωμένο
να έχεις χωθεί
να είσαι χωμένος, -η
να έχετε χωθεί
να είστε χωμένοι, -ες
να έχει χώσει
να έχει χωμένο
να έχουν χώσει
να έχουν χωμένο
να έχει χωθεί
να είναι χωμένος, -η, -ο
να έχουν χωθεί
να είναι χωμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres χώνε χώνετε χώνεστε
Aorist χώσε χώστε, χώσετε χώσου χωθείτε
Part
iciple
Pres χώνοντας
Perf έχοντας χώσει, έχοντας χωμένο χωμένος, -η, -ο χωμένοι, -ες, -α
Infin Aorist χώσει χωθεί