ΧΑΡΑΖΩ
I carve
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
χαράζω χαράζουμε, χαράζομε χαράζομαι χαραζόμαστε
χαράζεις χαράζετε χαράζεσαι χαράζεστε, χαραζόσαστε
χαράζει χαράζουν(ε) χαράζεται χαράζονται
Imper
fect
χάραζα χαράζαμε χαραζόμουν(α) χαραζόμαστε, χαραζόμασταν
χάραζες χαράζατε χαραζόσουν(α) χαραζόσαστε, χαραζόσασταν
χάραζε χάραζαν, χαράζαν(ε) χαραζόταν(ε) χαράζονταν, χαραζόντανε, χαραζόντουσαν
Aorist χάραξα χαράξαμε χαράχτηκα χαραχτήκαμε
χάραξες χαράξατε χαράχτηκες χαραχτήκατε
χάραξε χάραξαν, χαράξαν(ε) χαράχτηκε χαράχτηκαν, χαραχτήκαν(ε)
Per
fect
έχω χαράξει
έχω χαραγμένο
έχουμε χαράξει
έχουμε χαραγμένο
έχω χαραχτεί
είμαι χαραγμένος, -η
έχουμε χαραχτεί
είμαστε χαραγμένοι, -ες
έχεις χαράξει
έχεις χαραγμένο
έχετε χαράξει
έχετε χαραγμένο
έχεις χαραχτεί
είσαι χαραγμένος, -η
έχετε χαραχτεί
είστε χαραγμένοι, -ες
έχει χαράξει
έχει χαραγμένο
έχουν χαράξει
έχουν χαραγμένο
έχει χαραχτεί
είναι χαραγμένος, -η, -ο
έχουν χαραχτεί
είναι χαραγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα χαράξει
είχα χαραγμένο
είχαμε χαράξει
είχαμε χαραγμένο
είχα χαραχτεί
ήμουν χαραγμένος, -η
είχαμε χαραχτεί
ήμαστε χαραγμένοι, -ες
είχες χαράξει
είχες χαραγμένο
είχατε χαράξει
είχατε χαραγμένο
είχες χαραχτεί
ήσουν χαραγμένος, -η
είχατε χαραχτεί
ήσαστε χαραγμένοι, -ες
είχε χαράξει
είχε χαραγμένο
είχαν χαράξει
είχαν χαραγμένο
είχε χαραχτεί
ήταν χαραγμένος, -η, -ο
είχαν χαραχτεί
ήταν χαραγμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα χαράζω θα χαράζουμε, θα χαράζομε θα χαράζομαι θα χαραζόμαστε
θα χαράζεις θα χαράζετε θα χαράζεσαι θα χαράζεστε, θα χαραζόσαστε
θα χαράζει θα χαράζουν(ε) θα χαράζεται θα χαράζονται
Simp
Fut
θα χαράξω θα χαράξουμε, θα χαράξομε θα χαραχτώ θα χαραχτούμε
θα χαράξεις θα χαράξετε θα χαραχτείς θα χαραχτείτε
θα χαράξει θα χαράξουν(ε) θα χαραχτεί θα χαραχτούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω χαράξει
θα έχω χαραγμένο
θα έχουμε χαράξει
θα έχουμε χαραγμένο
θα έχω χαραχτεί
θα είμαι χαραγμένος, -η
θα έχουμε χαραχτεί
θα είμαστε χαραγμένοι, -ες
θα έχεις χαράξει
θα έχεις χαραγμένο
θα έχετε χαράξει
θα έχετε χαραγμένο
θα έχεις χαραχτεί
θα είσαι χαραγμένος, -η
θα έχετε χαραχτεί
θα είστε χαραγμένοι, -ες
θα έχει χαράξει
θα έχει χαραγμένο
θα έχουν χαράξει
θα έχουν χαραγμένο
θα έχει χαραχτεί
θα είναι χαραγμένος, -η, -ο
θα έχουν χαραχτεί
θα είναι χαραγμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να χαράζω να χαράζουμε, να χαράζομε να χαράζομαι να χαραζόμαστε
να χαράζεις να χαράζετε να χαράζεσαι να χαράζεστε, να χαραζόσαστε
να χαράζει να χαράζουν(ε) να χαράζεται να χαράζονται
Aorist να χαράξω να χαράξουμε, να χαράξομε να χαραχτώ να χαραχτούμε
να χαράξεις να χαράξετε να χαραχτείς να χαραχτείτε
να χαράξει να χαράξουν(ε) να χαραχτεί να χαραχτούν(ε)
Perf να έχω χαράξει
να έχω χαραγμένο
να έχουμε χαράξει
να έχουμε χαραγμένο
να έχω χαραχτεί
να είμαι χαραγμένος, -η
να έχουμε χαραχτεί
να είμαστε χαραγμένοι, -ες
να έχεις χαράξει
να έχεις χαραγμένο
να έχετε χαράξει
να έχετε χαραγμένο
να έχεις χαραχτεί
να είσαι χαραγμένος, -η
να έχετε χαραχτεί
να είστε χαραγμένοι, -ες
να έχει χαράξει
να έχει χαραγμένο
να έχουν χαράξει
να έχουν χαραγμένο
να έχει χαραχτεί
να είναι χαραγμένος, -η, -ο
να έχουν χαραχτεί
να είναι χαραγμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres χάραζε χαράζετε χαράζεστε
Aorist χάραξε χαράξτε, χαράχτε χαράξου χαραχτείτε
Part
iciple
Pres χαράζοντας
Perf έχοντας χαράξει, έχοντας χαραγμένο χαραγμένος, -η, -ο χαραγμένοι, -ες, -α
Infin Aorist χαράξει χαραχτεί