| ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΩ I support | Active | Passive | |||
|---|---|---|---|---|---|
| Singular | Plural | Singular | Plural | ||
| I N D I C A T I V E | Pres ent | υποστηρίζω | υποστηρίζουμε, υποστηρίζομε | υποστηρίζομαι | στηριζόμαστε | 
| υποστηρίζεις | υποστηρίζετε | υποστηρίζεσαι | υποστηρίζεστε, στηριζόσαστε | ||
| υποστηρίζει | υποστηρίζουν(ε) | υποστηρίζεται | υποστηρίζονται | ||
| Imper fect | υποστήριζα | υποστηρίζαμε | στηριζόμουν(α) | στηριζόμαστε, στηριζόμασταν | |
| υποστήριζες | υποστηρίζατε | στηριζόσουν(α) | στηριζόσαστε, στηριζόσασταν | ||
| υποστήριζε | υποστήριζαν, υποστηρίζαν(ε) | στηριζόταν(ε) | υποστηρίζονταν, στηριζόντανε, στηριζόντουσαν | ||
| Aorist | υποστήριξα | υποστηρίξαμε | υποστηρίχτηκα, υποστηρίχθηκα | στηριχτήκαμε, στηριχθήκαμε | |
| υποστήριξες | υποστηρίξατε | υποστηρίχτηκες, υποστηρίχθηκες | στηριχτήκατε, στηριχθήκατε | ||
| υποστήριξε | υποστήριξαν, υποστηρίξαν(ε) | υποστηρίχτηκε, υποστηρίχθηκε | υποστηρίχτηκαν, στηριχτήκαν(ε) υποστηρίχθηκαν, στηριχθήκαν(ε) | ||
| Per fect | έχω     υποστηρίξει | έχουμε  υποστηρίξει | έχω     στηριχτεί έχω στηριχθεί | έχουμε  στηριχτεί έχουμε στηριχθεί | |
| έχεις υποστηρίξει έχεις υποστηριγμένο | έχετε υποστηρίξει έχετε υποστηριγμένο | έχεις στηριχτεί έχεις στηριχθεί είσαι υποστηριγμένος, -η | έχετε στηριχτεί έχετε στηριχθεί είστε υποστηριγμένοι, -ες | ||
| έχει  υποστηρίξει | έχουν υποστηρίξει | έχει  στηριχτεί έχει στηριχθεί | έχουν στηριχτεί έχουν στηριχθεί | ||
| Plu per fect | είχα   υποστηρίξει | είχαμε υποστηρίξει | είχα   στηριχτεί είχα στηριχθεί | είχαμε στηριχτεί είχαμε στηριχθεί | |
| είχες  υποστηρίξει είχες υποστηριγμένο | είχατε υποστηρίξει είχατε υποστηριγμένο | είχες  στηριχτεί είχες στηριχθεί ήσουν υποστηριγμένος, -η | είχατε στηριχτεί είχατε στηριχθεί ήσαστε υποστηριγμένοι, -ες | ||
| είχε  υποστηρίξει είχε υποστηριγμένο | είχαν υποστηρίξει είχαν υποστηριγμένο | είχε  στηριχτεί είχε στηριχθεί ήταν υποστηριγμένος, -η, -ο | είχαν στηριχτεί είχαν στηριχθεί ήταν υποστηριγμένοι, -ες, -α | ||
| Fut ure Cont inuous | θα υποστηρίζω | θα υποστηρίζουμε, θα υποστηρίζομε | θα υποστηρίζομαι | θα στηριζόμαστε | |
| θα υποστηρίζεις | θα υποστηρίζετε | θα υποστηρίζεσαι | θα υποστηρίζεστε, | ||
| θα υποστηρίζει | θα υποστηρίζουν(ε) | θα υποστηρίζεται | θα υποστηρίζονται | ||
| Simp Fut | θα υποστηρίξω | θα υποστηρίξουμε, | θα στηριχτώ | θα στηριχτούμε | |
| θα υποστηρίξεις | θα υποστηρίξετε | θα στηριχτείς | θα στηριχτείτε | ||
| θα υποστηρίξει | θα υποστηρίξουν(ε) | θα στηριχτεί | θα στηριχτούν(ε) | ||
| Fut Perf | θα έχω    υποστηρίξει | θα έχουμε υποστηρίξει | θα έχω    στηριχτεί θα έχω στηριχθεί | θα έχουμε στηριχτεί θα έχουμε στηριχθεί | |
| θα έχεις υποστηρίξει θα έχεις υποστηριγμένο | θα έχετε υποστηρίξει θα έχετε υποστηριγμένο | θα έχεις στηριχτεί θα έχεις στηριχθεί θα είσαι υποστηριγμένος, -η | θα έχετε στηριχτεί θα έχετε στηριχθεί θα είστε υποστηριγμένοι, -ες | ||
| θα έχει  υποστηρίξει θα έχει υποστηριγμένο | θα έχουν υποστηρίξει θα έχουν υποστηριγμένο | θα έχει  στηριχτεί θα έχει στηριχθεί θα είναι υποστηριγμένος, -η, -ο | θα έχουν στηριχτεί θα έχουν στηριχθεί θα είναι υποστηριγμένοι, -ες, -α | ||
| S U B J U N C T I V E | Pres ent | να υποστηρίζω | να υποστηρίζουμε, | να υποστηρίζομαι | να στηριζόμαστε | 
| να υποστηρίζεις | να υποστηρίζετε | να υποστηρίζεσαι | να υποστηρίζεστε, | ||
| να υποστηρίζει | να υποστηρίζουν(ε) | να υποστηρίζεται | να υποστηρίζονται | ||
| Aorist | να υποστηρίξω | να υποστηρίξουμε, | να στηριχτώ | να στηριχτούμε | |
| να υποστηρίξεις | να υποστηρίξετε | να στηριχτείς | να στηριχτείτε | ||
| να υποστηρίξει | να υποστηρίξουν(ε) | να στηριχτεί | να στηριχτούν(ε) | ||
| Perf | να έχω     υποστηρίξει | να έχουμε  υποστηρίξει | να έχω     στηριχτεί να έχω στηριχθεί | να έχουμε  στηριχτεί να έχουμε στηριχθεί | |
| να έχεις υποστηρίξει | να έχετε υποστηρίξει | να έχεις στηριχτεί να έχεις στηριχθεί | να έχετε στηριχτεί να έχετε στηριχθεί | ||
| να έχει  υποστηρίξει | να έχουν υποστηρίξει | να έχει  στηριχτεί να έχει στηριχθεί | να έχουν στηριχτεί να έχουν στηριχθεί | ||
| Imper ative | Pres | υποστήριζε | υποστηρίζετε | υποστηρίζεστε | |
| Aorist | υποστήριξε | υποστηρίξτε, υποστηρίχτε | υποστηρίξου | στηριχτείτε | |
| Part iciple | Pres | υποστηρίζοντας | |||
| Perf | έχοντας υποστηρίξει, έχοντας υποστηριγμένο | υποστηριγμένος, -η, -ο | υποστηριγμένοι, -ες, -α | ||
| Infin | Aorist | υποστηρίξει | στηριχτεί, στηριχθεί | ||
