ΥΠΟΜΕΝΩ
I endure
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
υπομένω υπομένουμε, υπομένομε
υπομένεις υπομένετε
υπομένει υπομένουν(ε)
Imper
fect
υπέμενα υπομέναμε
υπέμενες υπομένατε
υπέμενε υπέμεναν, υπομέναν(ε)
Aorist υπέμεινα υπομείναμε
υπέμεινες υπομείνατε
υπέμεινε υπέμειναν, υπομείναν(ε)
Per
fect
έχω υπομείνει έχουμε υπομείνει
έχεις υπομείνει έχετε υπομείνει
έχει υπομείνει έχουν υπομείνει
Plu
per
fect
είχα υπομείνει είχαμε υπομείνει
είχες υπομείνει είχατε υπομείνει
είχε υπομείνει είχαν υπομείνει
Fut
ure
Cont
inuous
θα υπομένω θα υπομένουμε, θα υπομένομε
θα υπομένεις θα υπομένετε
θα υπομένει θα υπομένουν(ε)
Simp
Fut
θα υπομείνω θα υπομείνουμε, θα υπομείνομε
θα υπομείνεις θα υπομείνετε
θα υπομείνει θα υπομείνουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω υπομείνει θα έχουμε υπομείνει
θα έχεις υπομείνει θα έχετε υπομείνει
θα έχει υπομείνει θα έχουν υπομείνει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να υπομένω να υπομένουμε, να υπομένομε
να υπομένεις να υπομένετε
να υπομένει να υπομένουν(ε)
Aorist να υπομείνω να υπομείνουμε, να υπομείνομε
να υπομείνεις να υπομείνετε
να υπομείνει να υπομείνουν(ε)
Perf να έχω υπομείνει να έχουμε υπομείνει
να έχεις υπομείνει να έχετε υπομείνει
να έχει υπομείνει να έχουν υπομείνει
Imper
ative
Pres υπέμενε υπομένετε
Aorist υπέμεινε υπομείνετε
Part
iciple
Pres υπομένοντας
Perf έχοντας υπομείνει
Infin Aorist υπομείνει