ΥΠΟΛΟΓΙΖΩ
I calculate
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
υπολογίζω υπολογίζουμε, υπολογίζομε υπολογίζομαι υπολογιζόμαστε
υπολογίζεις υπολογίζετε υπολογίζεσαι υπολογίζεστε, υπολογιζόσαστε
υπολογίζει υπολογίζουν(ε) υπολογίζεται υπολογίζονται
Imper
fect
υπολόγιζα υπολογίζαμε υπολογιζόμουν(α) υπολογιζόμαστε, υπολογιζόμασταν
υπολόγιζες υπολογίζατε υπολογιζόσουν(α) υπολογιζόσαστε, υπολογιζόσασταν
υπολόγιζε υπολόγιζαν, υπολογίζαν(ε) υπολογιζόταν(ε) υπολογίζονταν, υπολογιζόντανε, υπολογιζόντουσαν
Aorist υπολόγισα υπολογίσαμε υπολογίστηκα υπολογιστήκαμε
υπολόγισες υπολογίσατε υπολογίστηκες υπολογιστήκατε
υπολόγισε υπολόγισαν, υπολογίσαν(ε) υπολογίστηκε υπολογίστηκαν, υπολογιστήκαν(ε)
Per
fect
έχω υπολογίσει
έχω υπολογισμένο
έχουμε υπολογίσει
έχουμε υπολογισμένο
έχω υπολογιστεί
είμαι υπολογισμένος, -η
έχουμε υπολογιστεί
είμαστε υπολογισμένοι, -ες
έχεις υπολογίσει
έχεις υπολογισμένο
έχετε υπολογίσει
έχετε υπολογισμένο
έχεις υπολογιστεί
είσαι υπολογισμένος, -η
έχετε υπολογιστεί
είστε υπολογισμένοι, -ες
έχει υπολογίσει
έχει υπολογισμένο
έχουν υπολογίσει
έχουν υπολογισμένο
έχει υπολογιστεί
είναι υπολογισμένος, -η, -ο
έχουν υπολογιστεί
είναι υπολογισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα υπολογίσει
είχα υπολογισμένο
είχαμε υπολογίσει
είχαμε υπολογισμένο
είχα υπολογιστεί
ήμουν υπολογισμένος, -η
είχαμε υπολογιστεί
ήμαστε υπολογισμένοι, -ες
είχες υπολογίσει
είχες υπολογισμένο
είχατε υπολογίσει
είχατε υπολογισμένο
είχες υπολογιστεί
ήσουν υπολογισμένος, -η
είχατε υπολογιστεί
ήσαστε υπολογισμένοι, -ες
είχε υπολογίσει
είχε υπολογισμένο
είχαν υπολογίσει
είχαν υπολογισμένο
είχε υπολογιστεί
ήταν υπολογισμένος, -η, -ο
είχαν υπολογιστεί
ήταν υπολογισμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα υπολογίζω θα υπολογίζουμε, θα υπολογίζομε θα υπολογίζομαι θα υπολογιζόμαστε
θα υπολογίζεις θα υπολογίζετε θα υπολογίζεσαι θα υπολογίζεστε, θα υπολογιζόσαστε
θα υπολογίζει θα υπολογίζουν(ε) θα υπολογίζεται θα υπολογίζονται
Simp
Fut
θα υπολογίσω θα υπολογίσουμε, θα υπολογίζομε θα υπολογιστώ θα υπολογιστούμε
θα υπολογίσεις θα υπολογίσετε θα υπολογιστείς θα υπολογιστείτε
θα υπολογίσει θα υπολογίσουν(ε) θα υπολογιστεί θα υπολογιστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω υπολογίσει
θα έχω υπολογισμένο
θα έχουμε υπολογίσει
θα έχουμε υπολογισμένο
θα έχω υπολογιστεί
θα είμαι υπολογισμένος, -η
θα έχουμε υπολογιστεί
θα είμαστε υπολογισμένοι, -ες
θα έχεις υπολογίσει
θα έχεις υπολογισμένο
θα έχετε υπολογίσει
θα έχετε υπολογισμένο
θα έχεις υπολογιστεί
θα είσαι υπολογισμένος, -η
θα έχετε υπολογιστεί
θα είστε υπολογισμένοι, -ες
θα έχει υπολογίσει
θα έχει υπολογισμένο
θα έχουν υπολογίσει
θα έχουν υπολογισμένο
θα έχει υπολογιστεί
θα είναι υπολογισμένος, -η, -ο
θα έχουν υπολογιστεί
θα είναι υπολογισμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να υπολογίζω να υπολογίζουμε, να υπολογίζομε να υπολογίζομαι να υπολογιζόμαστε
να υπολογίζεις να υπολογίζετε να υπολογίζεσαι να υπολογίζεστε, να υπολογιζόσαστε
να υπολογίζει να υπολογίζουν(ε) να υπολογίζεται να υπολογίζονται
Aorist να υπολογίσω να υπολογίσουμε, να υπολογίσομε να υπολογιστώ να υπολογιστούμε
να υπολογίσεις να υπολογίσετε να υπολογιστείς να υπολογιστείτε
να υπολογίσει να υπολογίσουν(ε) να υπολογιστεί να υπολογιστούν(ε)
Perf να έχω υπολογίσει
να έχω υπολογισμένο
να έχουμε υπολογίσει
να έχουμε υπολογισμένο
να έχω υπολογιστεί
να είμαι υπολογισμένος, -η
να έχουμε υπολογιστεί
να είμαστε υπολογισμένοι, -ες
να έχεις υπολογίσει
να έχεις υπολογισμένο
να έχετε υπολογίσει
να έχετε υπολογισμένο
να έχεις υπολογιστεί
να είσαι υπολογισμένος, -η
να έχετε υπολογιστεί
να είστε υπολογισμένοι, -ες
να έχει υπολογίσει
να έχει υπολογισμένο
να έχουν υπολογίσει
να έχουν υπολογισμένο
να έχει υπολογιστεί
να είναι υπολογισμένος, -η, -ο
να έχουν υπολογιστεί
να είναι υπολογισμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres υπολόγιζε υπολογίζετε υπολογίζεστε
Aorist υπολόγισε υπολογίστε υπολογίσου υπολογιστείτε
Part
iciple
Pres υπολογίζοντας υπολογιζόμενος
Perf έχοντας υπολογίσει, έχοντας υπολογισμένο υπολογισμένος, -η, -ο υπολογισμένοι, -ες, -α
Infin Aorist υπολογίσει υπολογιστεί