ΥΠΕΡΑΣΠΙΖΩ I defend |
Active | Active | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
υπερασπίζω | υπερασπίζουμε, υπερασπίζομε | υπερασπίζομαι | υπερασπιζόμαστε |
υπερασπίζεις | υπερασπίζετε | υπερασπίζεσαι | υπερασπίζεστε, υπερασπιζόσαστε | ||
υπερασπίζει | υπερασπίζουν(ε) | υπερασπίζεται | υπερασπίζονται | ||
Imper fect |
υπεράσπιζα | υπερασπίζαμε | υπερασπιζόμουν(α) | υπερασπιζόμαστε, υπερασπιζόμασταν | |
υπεράσπιζες | υπερασπίζατε | υπερασπιζόσουν(α) | υπερασπιζόσαστε, υπερασπιζόσασταν | ||
υπεράσπιζε | υπεράσπιζαν, υπερασπίζαν(ε) | υπερασπιζόταν(ε) | υπερασπίζονταν, υπερασπιζόντανε, υπερασπιζόντουσαν | ||
Aorist | υπεράσπισα | υπερασπίσαμε | υπερασπίστηκα | υπερασπιστήκαμε | |
υπεράσπισες | υπερασπίσατε | υπερασπίστηκες | υπερασπιστήκατε | ||
υπεράσπισε | υπεράσπισαν, υπερασπίσαν(ε) | υπερασπίστηκε | υπερασπίστηκαν, υπερασπιστήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω υπερασπίσει | έχουμε υπερασπίσει | έχω υπερασπιστεί | έχουμε υπερασπιστεί | |
έχεις υπερασπίσει | έχετε υπερασπίσει | έχεις υπερασπιστεί | έχετε υπερασπιστεί | ||
έχει υπερασπίσει | έχουν υπερασπίσει | έχει υπερασπιστεί | έχουν υπερασπιστεί | ||
Plu per fect |
είχα υπερασπίσει | είχαμε υπερασπίσει | είχα υπερασπιστεί | είχαμε υπερασπιστεί | |
είχες υπερασπίσει | είχατε υπερασπίσει | είχες υπερασπιστεί | είχατε υπερασπιστεί | ||
είχε υπερασπίσει | είχαν υπερασπίσει | είχε υπερασπιστεί | είχαν υπερασπιστεί | ||
Fut ure Cont inuous |
θα υπερασπίζω | θα υπερασπίζουμε, |
θα υπερασπίζομαι | θα υπερασπιζόμαστε | |
θα υπερασπίζεις | θα υπερασπίζετε | θα υπερασπίζεσαι | θα υπερασπίζεστε, |
||
θα υπερασπίζει | θα υπερασπίζουν(ε) | θα υπερασπίζεται | θα υπερασπίζονται | ||
Simp Fut |
θα υπερασπίσω | θα υπερασπίσουμε, |
θα υπερασπιστώ | θα υπερασπιστούμε | |
θα υπερασπίσεις | θα υπερασπίσετε | θα υπερασπιστείς | θα υπερασπιστείτε | ||
θα υπερασπίσει | θα υπερασπίσουν(ε) | θα υπερασπιστεί | θα υπερασπιστούν(ε) | ||
Fut Perf |
|||||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να υπερασπίζω | να υπερασπίζουμε, |
να υπερασπίζομαι | να υπερασπιζόμαστε |
να υπερασπίζεις | να υπερασπίζετε | να υπερασπίζεσαι | να υπερασπίζεστε, |
||
να υπερασπίζει | να υπερασπίζουν(ε) | να υπερασπίζεται | να υπερασπίζονται | ||
Aorist | να υπερασπίσω | να υπερασπίσουμε, |
να υπερασπιστώ | να υπερασπιστούμε | |
να υπερασπίσεις | να υπερασπίσετε | να υπερασπιστείς | να υπερασπιστείτε | ||
να υπερασπίσει | να υπερασπίσουν(ε) | να υπερασπιστεί | να υπερασπιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω υπερασπίσει | να έχουμε υπερασπίσει | να έχω υπερασπιστεί | να έχουμε υπερασπιστεί | |
να έχεις υπερασπίσει | να έχετε υπερασπίσει | να έχεις υπερασπιστεί | να έχετε υπερασπιστεί | ||
να έχει υπερασπίσει | να έχουν υπερασπίσει | να έχει υπερασπιστεί | να έχουν υπερασπιστεί | ||
Imper ative |
Pres | υπεράσπιζε | υπερασπίζετε | υπερασπίζεστε | |
Aorist | υπεράσπισε | υπερασπίστε | υπερασπίσου | υπερασπιστείτε | |
Part iciple |
Pres | υπερασπίζοντας | |||
Perf | έχοντας υπερασπίσει | ||||
Infin | Aorist | υπερασπίσει | υπερασπιστεί |