ΤΡΕΜΩ
I shake
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
τρέμω τρέμουμε, τρέμομε
τρέμεις τρέμετε
τρέμει τρέμουν(ε)
Imper
fect
έτρεμα τρέμαμε
έτρεμες τρέματε
έτρεμε έτρεμαν, τρέμαν(ε)
Fut
ure
Cont
inuous
θα τρέμω θα τρέμουμε, θα τρέμομε
θα τρέμεις θα τρέμετε
θα τρέμει θα τρέμουν(ε)
SUB
JUNC
TIVE
Pres
ent
να τρέμω να τρέμουμε, να τρέμομε
να τρέμεις να τρέμετε
να τρέμει να τρέμουν(ε)
Imper
ative
Pres τρέμε τρέμετε
Part
iciple
Pres τρέμοντας