ΤΡΕΦΩ I feed |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
τρέφω |
τρέφουμε, τρέφομε |
τρέφομαι |
τρεφόμαστε |
τρέφεις |
τρέφετε |
τρέφεσαι |
τρέφεστε, τρεφόσαστε |
τρέφει |
τρέφουν(ε) |
τρέφεται |
τρέφονται |
Imper fect |
έτρεφα |
τρέφαμε |
τρεφόμουν(α) |
τρεφόμαστε, τρεφόμασταν |
έτρεφες |
τρέφατε |
τρεφόσουν(α) |
τρεφόσαστε, τρεφόσασταν |
έτρεφε |
έτρεφαν, τρέφαν(ε) |
τρεφόταν(ε) |
τρέφονταν, τρεφόντανε, τρεφόντουσαν |
Aorist |
έθρεψα |
θρέψαμε |
τράφηκα
θράφηκα |
τραφήκαμε
θραφήκαμε |
έθρεψες |
θρέψατε |
τράφηκες
θράφηκες |
τραφήκατε
θραφήκατε |
έθρεψε |
έθρεψαν, θρέψαν(ε) |
τράφηκε
θράφηκε |
τράφηκαν, τραφήκαν(ε)
θράφηκαν, θραφήκαν(ε) |
Per fect |
έχω θρέψει
έχω θρεμμένο |
έχουμε θρέψει
έχουμε θρεμμένο |
έχω τραφεί
έχω θραφεί
είμαι θρεμμένος, -η |
έχουμε τραφεί
έχουμε θραφεί
είμαστε θρεμμένοι, -ες |
έχεις θρέψει
έχεις θρεμμένο |
έχετε θρέψει
έχετε θρεμμένο |
έχεις τραφεί
έχεις θραφεί
είσαι θρεμμένος, -η |
έχετε τραφεί
έχετε θραφεί
είστε θρεμμένοι, -ες |
έχει θρέψει
έχει θρεμμένο |
έχουν θρέψει
έχουν θρεμμένο |
έχει τραφεί
έχει θραφεί
είναι θρεμμένος, -η, -ο |
έχουν τραφεί
έχουν θραφεί
είναι θρεμμένοι, -ες, -α |
Plu per fect |
είχα θρέψει
είχα θρεμμένο |
είχαμε θρέψει
είχαμε θρεμμένο |
είχα τραφεί
είχα θραφεί
ήμουν θρεμμένος, -η |
είχαμε τραφεί
είχαμε θραφεί
ήμαστε θρεμμένοι, -ες |
είχες θρέψει
είχες θρεμμένο |
είχατε θρέψει
είχατε θρεμμένο |
είχες τραφεί
είχες θραφεί
ήσουν θρεμμένος, -η |
είχατε τραφεί
είχατε θραφεί
ήσαστε θρεμμένοι, -ες |
είχε θρέψει
είχε θρεμμένο |
είχαν θρέψει
είχαν θρεμμένο |
είχε τραφεί
είχε θραφεί
ήταν θρεμμένος, -η, -ο |
είχαν τραφεί
είχαν θραφεί
ήταν θρεμμένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα τρέφω |
θα τρέφουμε, θα τρέφομε |
θα τρέφομαι |
θα τρεφόμαστε |
θα τρέφεις |
θα τρέφετε |
θα τρέφεσαι |
θα τρέφεστε, θα τρεφόσαστε |
θα τρέφει |
θα τρέφουν(ε) |
θα τρέφεται |
θα τρέφονται |
Simp Fut |
θα θρέψω |
θα θρέψουμε, θα θρέψομε |
θα τραφώ
θα θραφώ |
θα τραφούμε
θα θραφούμε |
θα θρέψεις |
θα θρέψετε |
θα τραφείς
θα θραφείς |
θα τραφείτε
θα θραφείτε |
θα θρέψει |
θα θρέψουν(ε) |
θα τραφεί
θα θραφεί |
θα τραφούν(ε)
θα θραφούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω θρέψει
θα έχω θρεμμένο |
θα έχουμε θρέψει
θα έχουμε θρεμμένο |
θα έχω τραφεί
θα έχω θραφεί
θα είμαι θρεμμένος, -η |
θα έχουμε τραφεί
θα έχουμε θραφεί
θα είμαστε θρεμμένοι, -ες |
θα έχεις θρέψει
θα έχεις θρεμμένο |
θα έχετε θρέψει
θα έχετε θρεμμένο |
θα έχεις τραφεί
θα έχεις θραφεί
θα είσαι θρεμμένος, -η |
θα έχετε τραφεί
θα έχετε θραφεί
θα είστε θρεμμένοι, -ες |
θα έχει θρέψει
θα έχει θρεμμένο |
θα έχουν θρέψει
θα έχουν θρεμμένο |
θα έχει τραφεί
θα έχει θραφεί
θα είναι θρεμμένος, -η, -ο |
θα έχουν τραφεί
θα έχουν θραφεί
θα είναι θρεμμένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να τρέφω |
να τρέφουμε, να τρέφομε |
να τρέφομαι |
να τρεφόμαστε |
να τρέφεις |
να τρέφετε |
να τρέφεσαι |
να τρέφεστε, να τρεφόσαστε |
να τρέφει |
να τρέφουν(ε) |
να τρέφεται |
να τρέφονται |
Aorist |
να θρέψω |
να θρέψουμε, να θρέψομε |
να τραφώ
να θραφώ |
να τραφούμε
να θραφούμε |
να θρέψεις |
να θρέψετε |
να τραφείς
να θραφείς |
να τραφείτε
να θραφείτε |
να θρέψει |
να θρέψουν(ε) |
να τραφεί
να θραφεί |
να τραφούν(ε)
να θραφούν(ε) |
Perf |
να έχω θρέψει
να έχω θρεμμένο |
να έχουμε θρέψει
να έχουμε θρεμμένο |
να έχω τραφεί
να έχω θραφεί
να είμαι θρεμμένος, -η |
να έχουμε τραφεί
να έχουμε θραφεί
να είμαστε θρεμμένοι, -ες |
να έχεις θρέψει
να έχεις θρεμμένο |
να έχετε θρέψει
να έχετε θρεμμένο |
να έχεις τραφεί
να έχεις θραφεί
να είσαι θρεμμένος, -η |
να έχετε τραφεί
να έχετε θραφεί
να είστε θρεμμένοι, -ες |
να έχει θρέψει
να έχει θρεμμένο |
να έχουν θρέψει
να έχουν θρεμμένο |
να έχει τραφεί
να έχει θραφεί
να είναι θρεμμένος, -η, -ο |
να έχουν τραφεί
να έχουν θραφεί
να είναι θρεμμένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
τρέφε |
τρέφετε |
|
τρέφεστε |
Aorist |
θρέψε |
θρέψτε |
θρέψου |
τραφείτε, θραφείτε |
Part iciple |
Pres |
τρέφοντας |
τρεφόμενος |
Perf |
έχοντας θρέψει, έχοντας θρεμμένο |
θρεμμένος, -η, -ο |
θρεμμένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
θρέψει |
τραφεί, θραφεί |