ΤΙΜΩΡΩ
I punish
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
τιμωρώ τιμωρούμε τιμωρούμαι τιμωρούμαστε
τιμωρείς τιμωρείτε τιμωρείσαι τιμωρείστε
τιμωρεί τιμωρούν(ε) τιμωρείται τιμωρούνται
Imper
fect
τιμωρούσα τιμωρούσαμε τιμωρούμουν τιμωρούμαστε
τιμωρούσες τιμωρούσατε
τιμωρούσε τιμωρούσαν(ε) τιμωρούνταν, ετιμωρείτο τιμωρούνταν, ετιμωρούντο
Aorist τιμώρησα τιμωρήσαμε τιμωρήθηκα τιμωρηθήκαμε
τιμώρησες τιμωρήσατε τιμωρήθηκες τιμωρηθήκατε
τιμώρησε τιμώρησαν, τιμωρήσαν(ε) τιμωρήθηκε τιμωρήθηκαν, τιμωρηθήκαν(ε)
Perf
ect
έχω τιμωρήσει
έχω τιμωρημένο
έχουμε τιμωρήσει
έχουμε τιμωρημένο
έχω τιμωρηθεί
είμαι τιμωρημένος, -η
έχουμε τιμωρηθεί
είμαστε τιμωρημένοι, -ες
έχεις τιμωρήσει
έχεις τιμωρημένο
έχετε τιμωρήσει
έχετε τιμωρημένο
έχεις τιμωρηθεί
είσαι τιμωρημένος, -η
έχετε τιμωρηθεί
είστε τιμωρημένοι, -ες
έχει τιμωρήσει
έχει τιμωρημένο
έχουν τιμωρήσει
έχουν τιμωρημένο
έχει τιμωρηθεί
είναι τιμωρημένος, -η, -ο
έχουν τιμωρηθεί
είναι τιμωρημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ect
είχα τιμωρήσει
είχα τιμωρημένο
είχαμε τιμωρήσει
είχαμε τιμωρημένο
είχα τιμωρηθεί
ήμουν τιμωρημένος, -η
είχαμε τιμωρηθεί
ήμαστε τιμωρημένοι, -ες
είχες τιμωρήσει
είχες τιμωρημένο
είχατε τιμωρήσει
είχατε τιμωρημένο
είχες τιμωρηθεί
ήσουν τιμωρημένος, -η
είχατε τιμωρηθεί
ήσαστε τιμωρημένοι, -ες
είχε τιμωρήσει
είχε τιμωρημένο
είχαν τιμωρήσει
είχαν τιμωρημένο
είχε τιμωρηθεί
ήταν τιμωρημένος, -η, -ο
είχαν τιμωρηθεί
ήταν τιμωρημένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα τιμωρώ θα τιμωρούμε θα τιμωρούμαι θα τιμωρούμαστε
θα τιμωρείς θα τιμωρείτε θα τιμωρείσαι θα τιμωρείστε
θα τιμωρεί θα τιμωρούν(ε) θα τιμωρείται θα τιμωρούνται
Simp
Fut
θα τιμωρήσω θα τιμωρήσουμε θα τιμωρηθώ θα τιμωρηθούμε
θα τιμωρήσεις θα τιμωρήσετε θα τιμωρηθείς θα τιμωρηθείτε
θα τιμωρήσει θα τιμωρήσουν(ε) θα τιμωρηθεί θα τιμωρηθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω τιμωρήσει
θα έχω τιμωρημένο
θα έχουμε τιμωρήσει
θα έχουμε τιμωρημένο
θα έχω τιμωρηθεί
θα είμαι τιμωρημένος, -η
θα έχουμε τιμωρηθεί
θα είμαστε τιμωρημένοι, -ες
θα έχεις τιμωρήσει
θα έχεις τιμωρημένο
θα έχετε τιμωρήσει
θα έχετε τιμωρημένο
θα έχεις τιμωρηθεί
θα είσαι τιμωρημένος, -η
θα έχετε τιμωρηθεί
θα είστε τιμωρημένοι, -η
θα έχει τιμωρήσει
θα έχει τιμωρημένο
θα έχουν τιμωρήσει
θα έχουν τιμωρημένο
θα έχει τιμωρηθεί
θα είναι τιμωρημένος, -η, -ο
θα έχουν τιμωρηθεί
θα είναι τιμωρημένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να τιμωρώ να τιμωρούμε να τιμωρούμαι να τιμωρούμαστε
να τιμωρείς να τιμωρείτε να τιμωρείσαι να τιμωρείστε
να τιμωρεί να τιμωρούν(ε) να τιμωρείται να τιμωρούνται
Aorist να τιμωρήσω να τιμωρήσουμε, να τιμωρήσομε να τιμωρηθώ να τιμωρηθούμε
να τιμωρήσεις να τιμωρήσετε να τιμωρηθείς να τιμωρηθείτε
να τιμωρήσει να τιμωρήσουν(ε) να τιμωρηθεί να τιμωρηθούν(ε)
Perf να έχω τιμωρήσει
να έχω τιμωρημένο
να έχουμε τιμωρήσει
να έχουμε τιμωρημένο
να έχω τιμωρηθεί
να είμαι τιμωρημένος, -η
να έχουμε τιμωρηθεί
να είμαστε τιμωρημένοι, -ες
να έχεις τιμωρήσει
να έχεις τιμωρημένο
να έχετε τιμωρήσει
να έχετε τιμωρημένο
να έχεις τιμωρηθεί
να είσαι τιμωρημένος, -η
να έχετε τιμωρηθεί
να είστε τιμωρημένοι, -ες
να έχει τιμωρήσει
να έχει τιμωρημένο
να έχουν τιμωρήσει
να έχουν τιμωρημένο
να έχει τιμωρηθεί
να είναι τιμωρημένος, -η, -ο
να έχουν τιμωρηθεί
να είναι τιμωρημένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres τιμωρείτε τιμωρείστε
Aorist τιμώρησε τιμωρήστε, τιμωρήσετε τιμωρήσου τιμωρηθείτε
Part
iciple
Pres τιμωρώντας τιμωρούμενος
Perf έχοντας τιμωρήσει, έχοντας τιμωρημένο τιμωρημένος, -η, -ο τιμωρημένοι, -ες, -α
Infin Aorist τιμωρήσει τιμωρηθεί