ΤΟΛΜΩ
I dare
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
τολμάω, τολμώ τολμάμε, τολμούμε
τολμάς τολμάτε
τολμάει, τολμά τολμάν(ε), τολμούν(ε)
Imper
fect
τολμούσα, τόλμαγα τολμούσαμε, τολμάγαμε
τολμούσες, τόλμαγες τολμούσατε, τολμάγατε
τολμούσε, τόλμαγε τολμούσαν(ε), τόλμαγαν, τολμάγανε
Aorist τόλμησα τολμήσαμε
τόλμησες τολμήσατε
τόλμησε τόλμησαν, τολμήσαν(ε)
Perf
ect
έχω τολμήσει έχουμε τολμήσει
έχεις τολμήσει έχετε τολμήσει
έχει τολμήσει έχουν τολμήσει
Plu
perf
ect
είχα τολμήσει είχαμε τολμήσει
είχες τολμήσει είχατε τολμήσει
είχε τολμήσει είχαν τολμήσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα τολμάω, θα τολμώ θα τολμάμε, θα τολμούμε
θα τολμάς θα τολμάτε
θα τολμάει, θα τολμά θα τολμάν(ε), θα τολμούν(ε)
Simp
Fut
θα τολμήσω θα τολμήσουμε, θα τολμήσομε
θα τολμήσεις θα τολμήσετε
θα τολμήσει θα τολμήσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω τολμήσει θα έχουμε τολμήσει
θα έχεις τολμήσει θα έχετε τολμήσει
θα έχει τολμήσει θα έχουν τολμήσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να τολμάω, να τολμώ να τολμάμε, να τολμούμε
να τολμάς να τολμάτε
να τολμάει, να τολμά να τολμάν(ε), να τολμούν(ε)
Aorist να τολμήσω να τολμήσουμε, να τολμήσομε
να τολμήσεις να τολμήσετε
να τολμήσει να τολμήσουν(ε)
Perf να έχω τολμήσει να έχουμε τολμήσει
να έχεις τολμήσει να έχετε τολμήσει
να έχει τολμήσει να έχουν τολμήσει
Imper
ative
Pres τόλμα, τόλμαγε τολμάτε
Aorist τόλμησε, τόλμα τολμήστε
Part
iciple
Pres τολμώντας
Perf έχοντας τολμήσει
Infin Aorist τολμήσει