ΘΥΜΩΝΩ
I anger
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
θυμώνω θυμώνουμε, θυμώνομε
θυμώνεις θυμώνετε
θυμώνει θυμώνουν(ε)
Imper
fect
θύμωνα θυμώναμε
θύμωνες θυμώνατε
θύμωνε θύμωναν, θυμώναν(ε)
Aorist θύμωσα θυμώσαμε
θύμωσες θυμώσατε
θύμωσε θύμωσαν, θυμώσαν(ε)
Per
fect
έχω θυμώσει
έχω θυμωμένο
έχουμε θυμώσει
έχουμε θυμωμένο
έχεις θυμώσει
έχεις θυμωμένο
έχετε θυμώσει
έχετε θυμωμένο
έχει θυμώσει
έχει θυμωμένο
έχουν θυμώσει
έχουν θυμωμένο
Plu
per
fect
είχα θυμώσει
είχα θυμωμένο
είχαμε θυμώσει
είχαμε θυμωμένο
είχες θυμώσει
είχες θυμωμένο
είχατε θυμώσει
είχατε θυμωμένο
είχε θυμώσει
είχε θυμωμένο
είχαν θυμώσει
είχαν θυμωμένο
Fut
ure
Cont
inuous
θα θυμώνω θα θυμώνουμε, θα θυμώνομε
θα θυμώνεις θα θυμώνετε
θα θυμώνει θα θυμώνουν(ε)
Simp
Fut
θα θυμώσω θα θυμώσουμε, θα θυμώσομε
θα θυμώσεις θα θυμώσετε
θα θυμώσει θα θυμώσουν
Fut
Perf
θα έχω θυμώσει
θα έχω θυμωμένο
θα έχουμε θυμώσει
θα έχουμε θυμωμένο
θα έχεις θυμώσει
θα έχεις θυμωμένο
θα έχετε θυμώσει
θα έχετε θυμωμένο
θα έχει θυμώσει
θα έχει θυμωμένο
θα έχουν θυμώσει
θα έχουν θυμωμένο
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να θυμώνω να θυμώνουμε, να θυμώνομε
να θυμώνεις να θυμώνετε
να θυμώνει να θυμώνουν(ε)
Aorist να θυμώσω να θυμώσουμε, να θυμώσομε
να θυμώσεις να θυμώσετε
να θυμώσει να θυμώσουν(ε)
Perf να έχω θυμώσει
να έχω θυμωμένο
να έχουμε θυμώσει
να έχουμε θυμωμένο
να έχεις θυμώσει
να έχεις θυμωμένο
να έχετε θυμώσει
να έχετε θυμωμένο
να έχει θυμώσει
να έχει θυμωμένο
να έχουν θυμώσει
να έχουν θυμωμένο
Imper
ative
Pres θύμωνε θυμώνετε
Aorist θύμωσε θυμώστε, θυμώσετε
Part
iciple
Pres θυμώνοντας
Perf έχοντας θυμώσει, έχοντας θυμωμένο
Infin Aorist θυμώσει