ΣΥΜΠΙΠΤΩ
(I fall with)
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
συμπίπτω, πέφτω συμπίπτουμε, συμπίπτομε
συμπίπτεις συμπίπτετε
συμπίπτει συμπίπτουν(ε)
Imper
fect
συνέπιπτα συμπίπταμε
συνέπιπτες συμπίπτατε
συνέπιπτε συνέπιπταν, συμπίπταν(ε)
Aorist συνέπεσα συμπέσαμε
συνέπεσες συμπέσατε
συνέπεσε συνέπεσαν, συμπέσαν(ε)
Per
fect
έχω συμπέσει έχουμε συμπέσει
έχεις συμπέσει έχετε συμπέσει
έχει συμπέσει έχουν συμπέσει
Plu
per
fect
είχα συμπέσει είχαμε συμπέσει
είχες συμπέσει είχατε συμπέσει
είχε συμπέσει είχαν συμπέσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα συμπίπτω θα συμπίπτουμε, θα συμπίπτομε
θα συμπίπτεις θα συμπίπτετε
θα συμπίπτει θα συμπίπτουν(ε)
Simp
Fut
θα συμπέσω θα συμπέσουμε, θα συμπέσομε
θα συμπέσεις θα συμπέσετε
θα συμπέσει θα συμπέσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω συμπέσει θα έχουμε συμπέσει
θα έχεις συμπέσει θα έχετε συμπέσει
θα έχει συμπέσει θα έχουν συμπέσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να συμπίπτω να συμπίπτουμε, να συμπίπτομε
να συμπίπτεις να συμπίπτετε
να συμπίπτει να συμπίπτουν(ε)
Aorist να συμπέσω να συμπέσουμε, να συμπέσομε
να συμπέσεις να συμπέσετε
να συμπέσει να συμπέσουν(ε)
Perf να έχω συμπέσει να έχουμε συμπέσει
να έχεις συμπέσει να έχετε συμπέσει
να έχει συμπέσει να έχουν συμπέσει
Imper
ative
Pres συμπίπτετε
Aorist (έκπεσε) συμπέστε
Part
iciple
Pres συμπίπτοντας
Perf έχοντας συμπέσει
Infin Aorist συμπέσει