ΣΥΛΛΑΜ..
I capture
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
συλλαμβάνω συλλαμβάνουμε, συλλαμβάνομε συλλαμβάνομαι συλλαμβανόμαστε
συλλαμβάνεις συλλαμβάνετε συλλαμβάνεσαι συλλαμβάνεστε, συλλαμβανόσαστε
συλλαμβάνει συλλαμβάνουν(ε) συλλαμβάνεται συλλαμβάνονται
Imper
fect
συλλάμβανα συλλαμβάναμε συλλαμβανόμουν(α) συλλαμβανόμαστε
συλλάμβανες συλλαμβάνατε συλλαμβανόσουν(α) συλλαμβανόσαστε
συλλάμβανε συλλάμβαναν, συλλαμβάναν(ε) συλλαμβανόταν(ε) συλλαμβάνονταν
Aorist συνέλαβα συλλάβαμε
συνέλαβες συλλάβατε
συνέλαβε συνέλαβαν, συλλάβαν(ε) συνελήφθη συνελήφθησαν
Per
fect
έχω συλλάβει έχουμε συλλάβει έχω συλληφθεί έχουμε συλληφθεί
έχεις συλλάβει έχετε συλλάβει έχεις συλληφθεί έχετε συλληφθεί
έχει συλλάβει έχουν συλλάβει έχει συλληφθεί έχουν συλληφθεί
Plu
per
fect
είχα συλλάβει είχαμε συλλάβει είχα συλληφθεί είχαμε συλληφθεί
είχες συλλάβει είχατε συλλάβει είχες συλληφθεί είχατε συλληφθεί
είχε συλλάβει είχαν συλλάβει είχε συλληφθεί είχαν συλληφθεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα συλλαμβάνω θα συλλαμβάνουμε, θα συλλαμβάνομε θα συλλαμβάνομαι θα συλλαμβανόμαστε
θα συλλαμβάνεις θα συλλαμβάνετε θα συλλαμβάνεσαι θα συλλαμβάνεστε, θα συλλαμβανόσαστε
θα συλλαμβάνει θα συλλαμβάνουν(ε) θα συλλαμβάνεται θα συλλαμβάνονται
Simp
Fut
θα συλλάβω θα συλλάβουμε, θα συλλάβομε θα συλληφθώ θα συλληφθούμε
θα συλλάβεις θα συλλάβετε θα συλληφθείς θα συλληφθείτε
θα συλλάβει θα συλλάβουν(ε) θα συλληφθεί θα συλληφθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω συλλάβει θα έχουμε συλλάβει θα έχω συλληφθεί θα έχουμε συλληφθεί
θα έχεις συλλάβει θα έχετε συλλάβει θα έχεις συλληφθεί θα έχετε συλληφθεί
θα έχει συλλάβει θα έχουν συλλάβει θα έχει συλληφθεί θα έχουν συλληφθεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να συλλαμβάνω να συλλαμβάνουμε, να συλλαμβάνομε να συλλαμβάνομαι να συλλαμβανόμαστε
να συλλαμβάνεις να συλλαμβάνετε να συλλαμβάνεσαι να συλλαμβάνεστε, να συλλαμβανόσαστε
να συλλαμβάνει να συλλαμβάνουν(ε) να συλλαμβάνεται να συλλαμβάνονται
Aorist να συλλάβω να συλλάβουμε, να συλλάβομε να συλληφθώ να συλληφθούμε
να συλλάβεις να συλλάβετε να συλληφθείς να συλληφθείτε
να συλλάβει να συλλάβουν(ε) να συλληφθεί να συλληφθούν(ε)
Perf να έχω συλλάβει να έχουμε συλλάβει να έχω συλληφθεί να έχουμε συλληφθεί
να έχεις συλλάβει να έχετε συλλάβει να έχεις συλληφθεί να έχετε συλληφθεί
να έχει συλλάβει να έχουν συλλάβει να έχει συλληφθεί να έχουν συλληφθεί
Imper
ative
Pres συλλάμβανε συλλαμβάνετε συλλαμβάνεστε
Aorist σύλλαβε συλλάβετε συλληφθείτε
Part
iciple
Pres συλλαμβάνοντας συλλαμβανόμενος
Perf έχοντας συλλάβει
Infin Aorist συλλάβει συλληφθεί