ΣΥΚΟΦΑΝΤΩ
I slander
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
συκοφαντώ συκοφαντούμε συκοφαντούμαι συκοφαντούμαστε
συκοφαντείς συκοφαντείτε συκοφαντείσαι συκοφαντείστε
συκοφαντεί συκοφαντούν(ε) συκοφαντείται συκοφαντούνται
Imper
fect
συκοφαντούσα συκοφαντούσαμε συκοφαντούμουν συκοφαντούμαστε
συκοφαντούσες συκοφαντούσατε
συκοφαντούσε συκοφαντούσαν(ε) συκοφαντούνταν, συκοφαντείτο συκοφαντούνταν, συκοφαντούντο
Aorist συκοφάντησα συκοφαντήσαμε συκοφαντήθηκα συκοφαντηθήκαμε
συκοφάντησες συκοφαντήσατε συκοφαντήθηκες συκοφαντηθήκατε
συκοφάντησε συκοφάντησαν, συκοφαντήσαν(ε) συκοφαντήθηκε συκοφαντήθηκαν, συκοφαντηθήκαν(ε)
Perf
ect
έχω συκοφαντήσει
έχω συκοφαντημένο
έχουμε συκοφαντήσει
έχουμε συκοφαντημένο
έχω συκοφαντηθεί
είμαι συκοφαντημένος, -η
έχουμε συκοφαντηθεί
είμαστε συκοφαντημένοι, -ες
έχεις συκοφαντήσει
έχεις συκοφαντημένο
έχετε συκοφαντήσει
έχετε συκοφαντημένο
έχεις συκοφαντηθεί
είσαι συκοφαντημένος, -η
έχετε συκοφαντηθεί
είστε συκοφαντημένοι, -ες
έχει συκοφαντήσει
έχει συκοφαντημένο
έχουν συκοφαντήσει
έχουν συκοφαντημένο
έχει συκοφαντηθεί
είναι συκοφαντημένος, -η, -ο
έχουν συκοφαντηθεί
είναι συκοφαντημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ect
είχα συκοφαντήσει
είχα συκοφαντημένο
είχαμε συκοφαντήσει
είχαμε συκοφαντημένο
είχα συκοφαντηθεί
ήμουν συκοφαντημένος, -η
είχαμε συκοφαντηθεί
ήμαστε συκοφαντημένοι, -ες
είχες συκοφαντήσει
είχες συκοφαντημένο
είχατε συκοφαντήσει
είχατε συκοφαντημένο
είχες συκοφαντηθεί
ήσουν συκοφαντημένος, -η
είχατε συκοφαντηθεί
ήσαστε συκοφαντημένοι, -ες
είχε συκοφαντήσει
είχε συκοφαντημένο
είχαν συκοφαντήσει
είχαν συκοφαντημένο
είχε συκοφαντηθεί
ήταν συκοφαντημένος, -η, -ο
είχαν συκοφαντηθεί
ήταν συκοφαντημένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα συκοφαντώ θα συκοφαντούμε θα συκοφαντούμαι θα συκοφαντούμαστε
θα συκοφαντείς θα συκοφαντείτε θα συκοφαντείσαι θα συκοφαντείστε
θα συκοφαντεί θα συκοφαντούν(ε) θα συκοφαντείται θα συκοφαντούνται
Simp
Fut
θα συκοφαντήσω θα συκοφαντήσουμε θα συκοφαντηθώ θα συκοφαντηθούμε
θα συκοφαντήσεις θα συκοφαντήσετε θα συκοφαντηθείς θα συκοφαντηθείτε
θα συκοφαντήσει θα συκοφαντήσουν(ε) θα συκοφαντηθεί θα συκοφαντηθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω συκοφαντήσει
θα έχω συκοφαντημένο
θα έχουμε συκοφαντήσει
θα έχουμε συκοφαντημένο
θα έχω συκοφαντηθεί
θα είμαι συκοφαντημένος, -η
θα έχουμε συκοφαντηθεί
θα είμαστε συκοφαντημένοι, -ες
θα έχεις συκοφαντήσει
θα έχεις συκοφαντημένο
θα έχετε συκοφαντήσει
θα έχετε συκοφαντημένο
θα έχεις συκοφαντηθεί
θα είσαι συκοφαντημένος, -η
θα έχετε συκοφαντηθεί
θα είστε συκοφαντημένοι, -η
θα έχει συκοφαντήσει
θα έχει συκοφαντημένο
θα έχουν συκοφαντήσει
θα έχουν συκοφαντημένο
θα έχει συκοφαντηθεί
θα είναι συκοφαντημένος, -η, -ο
θα έχουν συκοφαντηθεί
θα είναι συκοφαντημένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να συκοφαντώ να συκοφαντούμε να συκοφαντούμαι να συκοφαντούμαστε
να συκοφαντείς να συκοφαντείτε να συκοφαντείσαι να συκοφαντείστε
να συκοφαντεί να συκοφαντούν(ε) να συκοφαντείται να συκοφαντούνται
Aorist να συκοφαντήσω να συκοφαντήσουμε, να συκοφαντήσομε να συκοφαντηθώ να συκοφαντηθούμε
να συκοφαντήσεις να συκοφαντήσετε να συκοφαντηθείς να συκοφαντηθείτε
να συκοφαντήσει να συκοφαντήσουν(ε) να συκοφαντηθεί να συκοφαντηθούν(ε)
Perf να έχω συκοφαντήσει
να έχω συκοφαντημένο
να έχουμε συκοφαντήσει
να έχουμε συκοφαντημένο
να έχω συκοφαντηθεί
να είμαι συκοφαντημένος, -η
να έχουμε συκοφαντηθεί
να είμαστε συκοφαντημένοι, -ες
να έχεις συκοφαντήσει
να έχεις συκοφαντημένο
να έχετε συκοφαντήσει
να έχετε συκοφαντημένο
να έχεις συκοφαντηθεί
να είσαι συκοφαντημένος, -η
να έχετε συκοφαντηθεί
να είστε συκοφαντημένοι, -ες
να έχει συκοφαντήσει
να έχει συκοφαντημένο
να έχουν συκοφαντήσει
να έχουν συκοφαντημένο
να έχει συκοφαντηθεί
να είναι συκοφαντημένος, -η, -ο
να έχουν συκοφαντηθεί
να είναι συκοφαντημένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres συκοφαντείτε συκοφαντείστε
Aorist συκοφάντησε συκοφαντήστε, συκοφαντήσετε συκοφαντήσου συκοφαντηθείτε
Part
iciple
Pres συκοφαντώντας
Perf έχοντας συκοφαντήσει, έχοντας συκοφαντημένο συκοφαντημένος, -η, -ο συκοφαντημένοι, -ες, -α
Infin Aorist συκοφαντήσει συκοφαντηθεί