ΣΥΧΝΑΖΩ
I frequent
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
συχνάζω συχνάζουμε, συχνάζομε
συχνάζεις συχνάζετε
συχνάζει συχνάζουν(ε)
Imper
fect
σύχναζα συχνάζαμε
σύχναζες συχνάζατε
σύχναζε σύχναζαν, συχνάζαν(ε)
Fut
ure
Cont
inuous
θα συχνάζω θα συχνάζουμε, θα συχνάζομε
θα συχνάζεις θα συχνάζετε
θα συχνάζει θα συχνάζουν(ε)
SUB
JUNC
TIVE
Pres
ent
να συχνάζω να συχνάζουμε, να συχνάζομε
να συχνάζεις να συχνάζετε
να συχνάζει να συχνάζουν(ε)
Imper
ative
Pres σύχναζε συχνάζετε
Part
iciple
Pres συχνάζοντας