ΣΠΕΥΔΩ
I hasten
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
σπεύδω σπεύδουμε, σπεύδομε
σπεύδεις σπεύδετε
σπεύδει σπεύδουν(ε)
Imper
fect
έσπευδα σπεύδαμε
έσπευδες σπεύδατε
έσπευδε έσπευδαν, σπεύδαν(ε)
Aorist έσπευσα σπεύσαμε
έσπευσες σπεύσατε
έσπευσε έσπευσαν, σπεύσαν(ε)
Per
fect
έχω σπεύσει έχουμε σπεύσει
έχεις σπεύσει έχετε σπεύσει
έχει σπεύσει έχουν σπεύσει
Plu
per
fect
είχα σπεύσει είχαμε σπεύσει
είχες σπεύσει είχατε σπεύσει
είχε σπεύσει είχαν σπεύσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα σπεύδω θα σπεύδουμε, θα σπεύδομε
θα σπεύδεις θα σπεύδετε
θα σπεύδει θα σπεύδουν(ε)
Simp
Fut
θα σπεύσω θα σπεύσουμε, θα σπεύσομε
θα σπεύσεις θα σπεύσετε
θα σπεύσει θα σπεύσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω σπεύσει θα έχουμε σπεύσει
θα έχεις σπεύσει θα έχετε σπεύσει
θα έχει σπεύσει θα έχουν σπεύσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να σπεύδω να σπεύδουμε, να σπεύδομε
να σπεύδεις να σπεύδετε
να σπεύδει να σπεύδουν(ε)
Aorist να σπεύσω να σπεύσουμε, να σπεύσομε
να σπεύσεις να σπεύσετε
να σπεύσει να σπεύσουν(ε)
Perf να έχω σπεύσει να έχουμε σπεύσει
να έχεις σπεύσει να έχετε σπεύσει
να έχει σπεύσει να έχουν σπεύσει
Imper
ative
Pres σπεύδε σπεύδετε
Aorist σπεύσε σπεύστε, σπεύσετε
Part
iciple
Pres σπεύδοντας
Perf έχοντας σπεύσει
Infin Aorist σπεύσει