ΣΚΥΒΩ
I bend down
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
σκύβω σκύβουμε, σκύβομε
σκύβεις σκύβετε
σκύβει σκύβουν(ε)
Imper
fect
έσκυβα σκύβαμε
έσκυβες σκύβατε
έσκυβε έσκυβαν, σκύβαν(ε)
Aorist έσκυψα σκύψαμε
έσκυψες σκύψατε
έσκυψε έσκυψαν, σκύψαν(ε)
Per
fect
έχω σκύψει έχουμε σκύψει
έχεις σκύψει έχετε σκύψει
έχει σκύψει έχουν σκύψει
Plu
per
fect
είχα σκύψει είχαμε σκύψει
είχες σκύψει είχατε σκύψει
είχε σκύψει είχαν σκύψει
Fut
ure
Cont
inuous
θα σκύβω θα σκύβουμε, θα σκύβομε
θα σκύβεις θα σκύβετε
θα σκύβει θα σκύβουν(ε)
Simp
Fut
θα σκύψω θα σκύψουμε, θα σκύψομε
θα σκύψεις θα σκύψετε
θα σκύψει θα σκύψουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω σκύψει θα έχουμε σκύψει
θα έχεις σκύψει θα έχετε σκύψει
θα έχει σκύψει θα έχουν σκύψει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να σκύβω να σκύβουμε, να σκύβομε
να σκύβεις να σκύβετε
να σκύβει να σκύβουν(ε)
Aorist να σκύψω να σκύψουμε, να σκύψομε
να σκύψεις να σκύψετε
να σκύψει να σκύψουν(ε)
Perf να έχω σκύψει να έχουμε σκύψει
να έχεις σκύψει να έχετε σκύψει
να έχει σκύψει να έχουν σκύψει
Imper
ative
Pres σκύβε σκύβετε
Aorist σκύψε σκύψτε, σκύφτε
Part
iciple
Pres σκύβοντας
Perf έχοντας σκύψει
Infin Aorist σκύψει