ΣΑΠΙΖΩ
I rot
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
σαπίζω σαπίζουμε, σαπίζομε
σαπίζεις σαπίζετε
σαπίζει σαπίζουν(ε)
Imper
fect
σάπιζα σαπίζαμε
σάπιζες σαπίζατε
σάπιζε σάπιζαν, σαπίζαν(ε)
Aorist σάπισα σαπίσαμε
σάπισες σαπίσατε
σάπισε σάπισαν, σαπίσαν(ε)
Per
fect
έχω σαπίσει έχουμε σαπίσει
έχεις σαπίσει έχετε σαπίσει
έχει σαπίσει έχουν σαπίσει
Plu
per
fect
είχα σαπίσει είχαμε σαπίσει
είχες σαπίσει είχατε σαπίσει
είχε σαπίσει είχαν σαπίσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα σαπίζω θα σαπίζουμε, θα σαπίζομε
θα σαπίζεις θα σαπίζετε
θα σαπίζει θα σαπίζουν(ε)
Simp
Fut
θα σαπίσω θα σαπίσουμε, θα σαπίζομε
θα σαπίσεις θα σαπίσετε
θα σαπίσει θα σαπίσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω σαπίσει θα έχουμε σαπίσει
θα έχεις σαπίσει θα έχετε σαπίσει
θα έχει σαπίσει θα έχουν σαπίσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να σαπίζω να σαπίζουμε, να σαπίζομε
να σαπίζεις να σαπίζετε
να σαπίζει να σαπίζουν(ε)
Aorist να σαπίσω να σαπίσουμε, να σαπίσομε
να σαπίσεις να σαπίσετε
να σαπίσει να σαπίσουν(ε)
Perf να έχω σαπίσει να έχουμε σαπίσει
να έχεις σαπίσει να έχετε σαπίσει
να έχει σαπίσει να έχουν σαπίσει
Imper
ative
Pres σάπιζε σαπίζετε
Aorist σάπισε σαπίστε
Part
iciple
Pres σαπίζοντας
Perf έχοντας σαπίσει
Infin Aorist σαπίσει