ΨΥΧΑΝΑΛΥΩ I psychoanalyse |
Active | ||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
ψυχαναλύω | ψυχαναλύουμε, ψυχαναλύομε |
ψυχαναλύεις | ψυχαναλύετε | ||
ψυχαναλύει | ψυχαναλύουν(ε) | ||
Imper fect |
ψυχανέλυα | ψυχαναλύαμε | |
ψυχανέλυες | ψυχαναλύατε | ||
ψυχανέλυε | ψυχανέλυαν, ψυχαναλύαν(ε) | ||
Aorist | ψυχανέλυσα | ψυχαναλύσαμε | |
ψυχανέλυσες | ψυχαναλύσατε | ||
ψυχανέλυσε | ψυχανέλυσαν, ψυχαναλύσαν(ε) | ||
Per fect |
έχω ψυχαναλύσει | έχουμε ψυχαναλύσει | |
έχεις ψυχαναλύσει | έχετε ψυχαναλύσει | ||
έχει ψυχαναλύσει | έχουν ψυχαναλύσει | ||
Plu per fect |
είχα ψυχαναλύσει | είχαμε ψυχαναλύσει | |
είχες ψυχαναλύσει | είχατε ψυχαναλύσει | ||
είχε ψυχαναλύσει | είχαν ψυχαναλύσει | ||
Fut ure Cont inuous |
θα ψυχαναλύω | θα ψυχαναλύουμε, θα ψυχαναλύομε | |
θα ψυχαναλύεις | θα ψυχαναλύετε | ||
θα ψυχαναλύει | θα ψυχαναλύουν(ε) | ||
Simp Fut |
θα ψυχαναλύσω | θα ψυχαναλύσουμε, θα ψυχαναλύσομε | |
θα ψυχαναλύσεις | θα ψυχαναλύσετε | ||
θα ψυχαναλύσει | θα ψυχαναλύσουν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω ψυχαναλύσει | θα έχουμε ψυχαναλύσει | |
θα έχεις ψυχαναλύσει | θα έχετε ψυχαναλύσει | ||
θα έχει ψυχαναλύσει | θα έχουν ψυχαναλύσει | ||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να ψυχαναλύω | να ψυχαναλύουμε, να ψυχαναλύομε |
να ψυχαναλύεις | να ψυχαναλύετε | ||
να ψυχαναλύει | να ψυχαναλύουν(ε) | ||
Aorist | να ψυχαναλύσω | να ψυχαναλύσουμε, να ψυχαναλύσομε | |
να ψυχαναλύσεις | να ψυχαναλύσετε | ||
να ψυχαναλύσει | να ψυχαναλύσουν(ε) | ||
Perf | να έχω ψυχαναλύσει | να έχουμε ψυχαναλύσει | |
να έχεις ψυχαναλύσει | να έχετε ψυχαναλύσει | ||
να έχει ψυχαναλύσει | να έχουν ψυχαναλύσει | ||
Imper ative |
Pres | ψυχανάλυε | ψυχαναλύετε |
Aorist | ψυχανάλυσε | ψυχαναλύσετε, ψυχαναλύστε | |
Part iciple |
Pres | ψυχαναλύοντας | |
Perf | έχοντας ψυχαναλύσει | ||
Infin | Aorist | ψυχαναλύσει |