ΠΡΟΣΠΑΘΩ
I try
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
προσπαθώ προσπαθούμε
προσπαθείς προσπαθείτε
προσπαθεί προσπαθούν(ε)
Imper
fect
προσπαθούσα προσπαθούσαμε
προσπαθούσες προσπαθούσατε
προσπαθούσε προσπαθούσαν(ε)
Aorist προσπάθησα προσπαθήσαμε
προσπάθησες προσπαθήσατε
προσπάθησε προσπάθησαν, προσπαθήσαν(ε)
Perf
ect
έχω προσπαθήσει έχουμε προσπαθήσει
έχεις προσπαθήσει έχετε προσπαθήσει
έχει προσπαθήσει έχουν προσπαθήσει
Plu
perf
ect
είχα προσπαθήσει είχαμε προσπαθήσει
είχες προσπαθήσει είχατε προσπαθήσει
είχε προσπαθήσει είχαν προσπαθήσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα προσπαθώ θα προσπαθούμε
θα προσπαθείς θα προσπαθείτε
θα προσπαθεί θα προσπαθούν(ε)
Simp
Fut
θα προσπαθήσω θα προσπαθήσουμε
θα προσπαθήσεις θα προσπαθήσετε
θα προσπαθήσει θα προσπαθήσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω προσπαθήσει θα έχουμε προσπαθήσει
θα έχεις προσπαθήσει θα έχετε προσπαθήσει
θα έχει προσπαθήσει θα έχουν προσπαθήσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να προσπαθώ να προσπαθούμε
να προσπαθείς να προσπαθείτε
να προσπαθεί να προσπαθούν(ε)
Aorist να προσπαθήσω να προσπαθήσουμε, να προσπαθήσομε
να προσπαθήσεις να προσπαθήσετε
να προσπαθήσει να προσπαθήσουν(ε)
Perf να έχω προσπαθήσει να έχουμε προσπαθήσει
να έχεις προσπαθήσει να έχετε προσπαθήσει
να έχει προσπαθήσει να έχουν προσπαθήσει
Imper
ative
Pres προσπαθείτε
Aorist προσπάθησε προσπαθήστε, προσπαθήσετε
Part
iciple
Pres προσπαθώντας
Perf έχοντας προσπαθήσει
Infin Aorist προσπαθήσει