ΠΟΙΚΙΛΛΩ
I vary
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
ποικίλλω ποικίλλουμε, ποικίλλομε
ποικίλλεις ποικίλλετε
ποικίλλει ποικίλλουν(ε)
Imper
fect
ποίκιλλα ποικίλλαμε
ποίκιλλες ποικίλλατε
ποίκιλλε ποίκιλλαν, ποικίλλαν(ε)
Aorist ποίκιλα ποικίλαμε
ποίκιλες ποικίλατε
ποίκιλε ποίκιλαν, ποικίλαν(ε)
Per
fect
έχω ποικίλει έχουμε ποικίλει
έχεις ποικίλει έχετε ποικίλει
έχει ποικίλει έχουν ποικίλει
Plu
per
fect
είχα ποικίλει είχαμε ποικίλει
είχες ποικίλει είχατε ποικίλει
είχε ποικίλει είχαν ποικίλει
Fut
ure
Cont
inuous
θα ποικίλλω θα ποικίλλουμε, θα ποικίλλομε
θα ποικίλλεις θα ποικίλλετε
θα ποικίλλει θα ποικίλλουν(ε)
Simp
Fut
θα ποικίλω θα ποικίλουμε, θα ποικίλομε
θα ποικίλεις θα ποικίλετε
θα ποικίλει θα ποικίλουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω ποικίλει θα έχουμε ποικίλει
θα έχεις ποικίλει θα έχετε ποικίλει
θα έχει ποικίλει θα έχουν ποικίλει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να ποικίλλω να ποικίλλουμε, να ποικίλλομε
να ποικίλλεις να ποικίλλετε
να ποικίλλει να ποικίλλουν(ε)
Aorist να ποικίλω να ποικίλουμε, να ποικίλομε
να ποικίλεις να ποικίλετε
να ποικίλει να ποικίλουν(ε)
Perf να έχω ποικίλει να έχουμε ποικίλει
να έχεις ποικίλει να έχετε ποικίλει
να έχει ποικίλει να έχουν ποικίλει
Imper
ative
Pres ποικίλλε ποικίλλετε
Aorist ποικίλε ποικίλτε, ποικίλετε
Part
iciple
Pres ποικίλλοντας
Perf έχοντας ποικίλει
Infin Aorist ποικίλει